Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἰς ὅρκον

  • 1 προκαλέω

    A call forth, D.C.44.34:—[voice] Pass., Plb.22.9.2; to be evoked, Epicur.Fr. 411.
    B mostly [voice] Med., call out to fight, challenge,

    Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο Il.13.809

    , cf. Od.8.142;

    ἴθι νῦν προκάλεσσαι.. Μενέλαον ἐξαῦτις μαχέσασθαι Il.3.432

    , cf. 7.39; προκαλέσσατο χάρμῃ ib. 218; so, later,

    π. εἰς ἀγῶνα X.Mem.2.3.17

    , cf. Luc.Symp.20;

    εἰς μονομαχίαν Ael.VH1.24

    ;

    μάχῃ Anacreont.12.7

    ; ταῦτα π. τοὺς συνόντας thus.., X.Cyr.1.4.4; challenge to drink, Critias Fr.6.7 D.; π. τινὰ συμπαίζειν; συγγυμνάζεσθαι, Anacr.14.4, Pl.Smp. 217c: prov., ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ, Σωκράτη εἰς λόγους προκαλούμενος, of one who challenges another in his own department, Id.Tht. 183d, cf. Men.268.
    3 c. acc. et inf., invite one to do.., Trag.Adesp. 165 (= Com.Adesp.1295), etc.;

    π. τινὰ ἐς λόγον ἐλθεῖν Isoc.5.91

    ;

    εἰρήνην ποιεῖσθαι X.HG2.2.15

    , cf. Pl.Euthd. 294b, etc.;

    προκαλούμεθα ὑμᾶς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ τῆς γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι Th.5.112

    ; of things, αὐτὰ (sc. τὰ πράγματα)

    προκαλεῖται παρασκευάζειν τι

    invite, admonish,

    Arist.Pol. 1331a22

    : also π. εἰ βούλοιντο.., c. inf., Th.4.30.
    II c. acc. rei, offer, propose,

    δίκην Th.1.39

    , cf. 2.72, 73, Ar. Ach. 984, etc.;

    τὰ εἰρημένα Th.5.37

    ;

    τὰς σπονδάς Ar.Eq. 796

    : with acc. pers. added, προκαλεῖσθαί τινας τὴν εἰρήνην offer them peace, Id.Ach. 652, cf. Pl.Euthphr.5a, Chrm. 169c.
    2 law-term, make an offer or challenge to the opponent for bringing about a decision, e.g. for submitting the case to arbitration, letting slaves be put to the torture, etc.,

    προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμᾶς D.37.12

    , cf. 40.44, Antipho 1.6: c. acc. pers., challenge him, Id.6.23; π. εἰς πάντα τινάς ib.26;

    εἰς ἀντίδοσιν Lys.24.9

    ;

    εἰς ὅρκον D.52.17

    ;

    εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν Is.6.31

    (leg. προς-) ; π. τινά τι make one an offer, D.48.4, cf. 37.42: c. acc. et inf., π. τὴν μητέρα ὀμόσαι offer that she should take an oath, Id.55.27: c. inf. only,

    π. ἐθέλειν ἐπιδεῖξαι Id.27.50

    , cf. 54.27; also

    π. κατά τινος εἰς μαρτυρίαν Id.29.20

    ( προσκ- codd.):—[voice] Pass., π. περὶ Ἐπιδάμνου ἐς κρίσιν Th.l.34.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαλέω

  • 2 καταφεύγω

    κατα-φεύγω, [tense] fut. -
    A

    φεύξομαι D.8.41

    :— flee for refuge, ἐς τὸ [ ἱρόν] Hdt. 2.113, cf. 1.145;

    ἐπὶ Διὸς βωμόν Id.5.46

    : c. acc.,

    οὐκ ἔχω βωμὸν κ. E.IA 911

    (troch.); - πεφευγέναι ἐν τόπῳ flee and take refuge in.., Pl.Sph. 260c, cf. X. HG4.5.5; ἐκεῖ, ἐνθάδε κ., Th.3.71, Isoc.14.28; ὅποι .. X. Mem.3.8.10; κ. εἴς τινα flee for protection to him,

    ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Hdt.4.23

    ;

    εἰς ὑμᾶς κ. καὶ ἀντιβολῶ And.1.149

    ;

    ἐπί τινα D.18.19

    , etc.;

    πρὸς ὑμᾶς Id.8.41

    ;

    παρ' ἡμῖν Isoc.12.194

    .
    2 ἐκ τῆς μάχης κ. escape from.., Hdt.6.75: abs., ἄνω μάλ' εἶσι καταφυγών (sc. ὁ ἀτμός) Alex. 124.17.
    4 εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα κ. fall back upon, appeal to.., D.25.76; ἐπὶ τὸ φάσκειν .. Phld. D.3.8.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφεύγω

  • 3 ὅρκος

    A the object by which one swears, as the Styx among the gods,

    Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅ. δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Il. 15.38

    , cf. 2.755, Hes.Th. 400, 784, 805, h.Cer. 259, Arist.Metaph. 983b31 ; or as Zeus among mortals, Pi.P.4.167 ; so of things,

    ὅρκον δ' ἐνοσφίσθης μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96

    ;

    οἷς ἦν μέγιστος ὅ... κύων, ἔπειτα χήν Cratin.231

    , cf. Placit.1.3.8: hence,
    2 oath, mostly with epith. μέγας, καρτερός, Hom. (v. infr.), etc. ; θεῶν ὅ. an oath by the gods, Od.2.377;

    μακάρων ὅ. 10.299

    , cf. S.OT 647, E.Hipp. 657 ;

    ὅ. ἐκ θεῶν μέγας A.Ag. 1284

    ;

    ὅ. κατὰ τῶν.. ὀφθαλμῶν Aeschin.2.153

    ; ὅ. πλατύς a firm-based oath, Emp.30.3 ; ὅρκον ὀμόσαι swear an oath,

    ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅ. Od.2.378

    , etc. ; ὅ. ἀπώμνυ ib. 377, cf. 10.381 ;

    ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται Hes.Op. 194

    ;

    κατομόσαι E.IT 790

    ; ὅ. ἐπιορκῆσαι take a false oath, Aeschin.1.115, etc. ; ὅρκου προστεθέντος when an oath is added, S.Fr. 472, cf. El.47 ; δαίμονι τῷ Πλεισθενιδῶν ὅρκους θεμένη having made a sworn compact with.., A.Ag. 1570 (anap.) ;

    ὅ. ἀλλήλοις ποιοῦνται οἱ μὲν ἔφοροι ὑπὲρ τῆς πόλεως, βασιλεὺς δ' ὑπὲρ ἑαυτοῦ X.Lac.15.7

    ;

    ὅρκους συνῆψαν E.Ph. 1241

    , etc. ; of the person demanding the oath, ὅ. ἑλέσθαι τινός or τινί take it of him, i.e. make him swear, Od.4.746, Il.22.119 ; ὅρκους ἐπελάσαι and προσάγειν τινί lay oath upon a man, put him on his oath, Hdt.1.146, 6.62,74 ; τὸν ὅ... ἐπάγειν.. Ὀποντίοις readminister the oath, IG9(1).334.12 ([dialect] Locr., v B. C.) ; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος after tendering his oath to them and accepting theirs, Hdt.6.23, cf. IG12.52.18, A.Eu. 429, Ar.Ra. 589, D.39.3 and 4 ; so

    ὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Arist. Rh. 1377a7

    , 8 ; ἀποδοῦναι take it oneself, D.19.318, Aeschin.3.74 ; ἀπολαμβάνειν administer or tender it, D.5.9, 18.25 ; ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε swear to one another, Ar.Lys. 1185, cf. And.1.107 ; ὅρκοις καταλαβὼν τὰ τέλη having bound the authorities by oaths, Th. 4.86 ;

    ὅρκοις κατειλημμένους Id.1.9

    ; ὅρκῳ ἐμμένειν abide by it, E. Med. 754 ;

    ὅ. τηρεῖν Democr.239

    ;

    παραβαίνειν E.Fr.286.7

    , Ar.Av. 332, D.19.318 ;

    ἐκβάντι τῶν ὅ. Pl.Smp. 183b

    ;

    ἐκλιπεῖν E.Supp. 1194

    ;

    συγχέαι Id.Hipp. 1063

    ;

    ἐμπεδοῦν X.An.3.2.10

    : after ὅρκος [tense] aor., [tense] pres., or [tense] fut. inf. may refer to [tense] fut. time,

    ὤμοσα καρτερὸν ὅ., μὴ.. ἀναφῆναι Od.4.253

    ; ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅ., μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν ib. 746 ;

    ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ἀποδοῦναι.., Ἀθηναίους δὲ μὴ πολεμεῖν.. X.HG1.3.9

    : with Preps.,

    οὐκ αὔτως.., ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Od.14.151

    ;

    σὺν θεῶν ὅρκῳ X.Cyr.2.3.12

    ; εἶπαι ἐπ' ὅρκου say on oath, Hdt.9.11;

    κατὰ τοὺς ὅ. X.HG5.4.54

    ; opp.

    παρ' ὅρκον Pi.O.13.83

    ;

    παρὰ τοὺς ὅ. X.An.2.5.41

    : prov.,

    ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω S.Fr. 811

    ; parodied by Philonid. 7 ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν.. γράφω, cf. Xenarch.6, Men. Mon.25.
    II Ὅρκος, personified, son of Eris, Hes.Op. 804; a divinity who punishes the false and perjured, ib. 219, Th. 231, Orac. ap.Hdt.6.86.γ; Διὸς Ὅ., as servant of Zeus, S.OC 1767 (anap.). (Cogn. with ἕρκος.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅρκος

  • 4 δίδωμι

    δίδωμι, Il.23.620, etc. (late [full] δίδω POxy. 121 (iii A. D.)); late forms, [ per.] 1pl. διδόαμεν v. l. in J.BJ3.8.5, etc., [ per.] 3pl. δίδωσι ([etym.] παρα-) Id.AJ10.4.1, etc.; but thematic forms are freq. used, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., διδοῖς, διδοῖσθα, Il.9.164, 19.270,
    A

    διδοῖ Od.17.350

    , Mimn.2.16, Hdt.2.48, Hp.Aër.12 ([etym.] ἀνα-), A.Supp. 1010, etc.,

    διδοῦσι Il.19.265

    (always in Hom.), dub. in [dialect] Att., Antiph.156; imper.

    δίδου Thgn.1303

    , Hdt.3.140, E.Or. 642,

    δίδοι Pi.O.1.85

    , Epigr. in Class.Phil.4.78, [dialect] Ep.

    δίδωθι Od.3.380

    ; inf. διδόναι, also

    διδοῦν Thgn.1329

    , [dialect] Ep.

    διδοῦναι Il.24.425

    , [dialect] Aeol.

    δίδων Theoc.29.9

    ; part. διδούς, [dialect] Aeol.

    δίδοις Alc.Supp.23.13

    : [tense] impf. ἐδίδουν -ους -ου, Ar.Eq. 678, Od.19.367, 11.289 ([dialect] Ep.

    δίδου Il. 5.165

    ), etc.; [ per.] 3pl.

    ἐδίδοσαν Hdt.8.9

    , etc., ἐδίδουν (v.l. ἐδίδων) Hes. Op. 139, D.H.5.6 codd. ([etym.] ἀπ-), also ἔδιδον prob. in h.Cer. 437, δίδον ib. 328; [dialect] Ep. iter.

    δόσκον Il.14.382

    : [tense] fut.

    δώσω 14.268

    , etc., [dialect] Ep.

    διδώσω Od.13.358

    , 24.314; inf.

    δωσέμεναι Il.13.369

    : [tense] aor. 1 ἔδωκα, used only in ind., Od.9.361, etc., [dialect] Ep.

    δῶκα Il.4.43

    : [tense] aor. 2 ἔδων, used in pl. ind. ἔδομεν ἔδοτε ἔδοσαν ([dialect] Lacon.

    ἔδον IG5(1).1

    B1), and in moods, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς; [dialect] Ep. forms of [tense] aor., subj. [ per.] 3sg. δώῃ, δώῃσι, δῷσι, Il.16.725, 1.324, Od.2.144; [ per.] 3sg. δώη, [dialect] Boeot.

    δώει SIG2858.17

    (Delph.), IG7.3054 (Lebad.),

    δοῖ PPetr.2

    .p.24; [ per.] 1pl.

    δώομεν Il.7.299

    , Od.16.184, [ per.] 3pl.

    δώωσι Il.1.137

    ; [ per.] 3sg. opt. is written

    δόη UPZ1.4

    ,

    δοῖ IG14.1488

    , etc.; inf.

    δόμεναι Il.1.116

    ,

    δόμεν 4.379

    (also [dialect] Dor., Ar.Lys. 1163 ([etym.] ἀπο-)

    , δόμειν SIG942

    ([place name] Dodona)); Cypr. inf.

    δοϝέναι Inscr.Cypr.135.5H.

    (also opt. δυϝάνοι ib. 6); Arc. part.

    ἀπυ-δόας IG5(2).6.13

    ([place name] Tegea); inf.

    δῶναι Schwyzer 666.2

    (Orchom., iii B. C.), also in later Greek, BGU38.13 (ii A. D.): [tense] pf.

    δέδωκα Pi.N.2.8

    , etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl.

    ἀπο-δεδόανθι IG7.3171.35

    (Orchom.): [tense] plpf.

    ἐδεδώκει X.Cyr.1.4.26

    :—[voice] Med. only in compds.:— [voice] Pass., [tense] fut.

    δοθήσομαι E.Ph. 1650

    , Is.3.39, etc.: [tense] aor.

    ἐδόθην Od.2.78

    , etc.: [tense] pf.

    δέδομαι Il.5.428

    , A.Supp. 1041, Th.1.26, etc.; [ per.] 3pl.

    δέδονται E.Supp. 757

    : [tense] plpf.

    ἐδέδοτο Th.3.109

    :—give freely,

    τινί τι Od.24.274

    , etc.: in [tense] pres. and [tense] impf., to be ready to give, offer, Il.9.519, Hdt.5.94, 9.109, Ar.Fr. 100, X.An.6.3.9, etc.;

    τὰ διδόμενα

    things offered,

    D.18.119

    .
    2 of the gods, grant, assign, κῦδος, νίκην, etc., Il.19.204, 11.397, etc.; of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, etc., 1.96, 19.270, Od.9.15, etc.; twice in Hom. in [voice] Pass., οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα not to thee have deeds of war been granted, Il.5.428, cf. Od.2.78; later εὖ διδόναι τινί give good fortune, provide well for.., S.OT 1081, OC 642, E.Andr. 750: abs., of the laws, grant permission,

    δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2

    , cf. Pl.Lg. 813c.
    3 offer to the gods, ἑκατόμβας, ἱρὰ θεοῖσιν, Il.12.6, Od.1.67, etc.
    4 with inf. added, ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν.. ἐς πόλεμον φορέειν gave it him to wear in war, Il.15.532, cf. 23.183;

    δῶκε [τεύχεα] θεράποντι φορῆναι 7.149

    : later freq. of giving to eat or drink,

    ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172

    , cf. Cratin.124, Pherecr.69, etc.;

    ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr. 203

    ;

    δίδου μασᾶσθαι Eup. 253

    ;

    δὸς καταφαγεῖν Hegem.1

    ;

    τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Pherecr.41

    ;

    δὸς τὴν μεγάλην σπάσαι Diph.17.7

    ; with inf. omitted,

    φιάλην ἔδωκε κεράσας Ephipp.10

    ;

    εὐζωρότερον δός Diph.58

    ; also of giving water to wash with, δίδου κατὰ χειρός (sc. νίψασθαι) Arched.2.3, cf. Alex.261.2.
    5 Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. λαμβάνειν, tender an oath,

    δοκεῖ κἂν ὀμόσαι εἴ τις αὐτῷ ὅρκον διδοίη Is.9.24

    , cf. D.39.3, Arist. Rh. 1377a8; δ. ψῆφον, γνώμην, put a proposal to the vote, propose a resolution, D.21.87, 24.13: δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, S.Aj. 1354, Cratin. 317; ὀργῇ χάριν δούς having indulged.., S.OC 855; λόγον τινὶ δ. give one leave to speak, X.HG5.2.20;

    δ. λόγον σφίσι

    deliberate,

    Hdt. 1.97

    ;

    οὐκ, εἰ διδοίης.. σαυτῷ λόγον S.OT 583

    ; δοῦναι, λαβεῖν λόγον, Arist.SE 165a27 (but δ. λόγον, εὐθύνας, render accounts, IG12.91, al.): δ. δίκην or δίκας, v. δίκη: ἀκοὴν δ. λόγοις lend an ear to.., S. El.30, etc.; δ. ἐργασίαν give diligence, = Lat. dare operam, OGI441.109 (Lagina, i B. C.), POxy.742.11: c. inf., Ev.Luc.12.58: abs., sc.

    πληγήν, λίθῳ δ. τινί PLips. 13 iii 3

    ; ἐμβολὰς διδόναι, ram, of ships, D.S.13.10.
    II c. acc. pers., hand over, deliver up,

    ἀχέεσσί με δώσεις Od.19.167

    ;

    μιν.. ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Il.5.397

    ;

    Ἕκτορα κυσίν 23.21

    ;

    πυρί τινα Od.24.65

    ;

    πληγαῖς τινά Pl.R. 574c

    ;

    ἔδωκε θῆρας φόβῳ Pi.P.5.60

    .
    2 of parents, give their daughter to wife,

    θυγατέρα ἀνδρί Il.6.192

    , Od.4.7; also of Telemachus,

    ἀνέρι μητέρα δώσω 2.223

    ; τὴν.. Σάμηνδε ἔδοσαν gave her in marriage to go to Samé, 15.367, cf. 17.442; with inf. added,

    δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Il. 14.268

    : in Prose and Trag.,

    θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Hdt.1.107

    , cf. Th.6.59, X.HG4.1.4, etc.: abs.,

    ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt. 5.92

    .β, cf. E.Med. 288; also

    δ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117

    .
    3 διδόναι τινά τινι grant another to one's entreaties, pardon him at one's request, X.An.6.6.31; διδόναι τινί τι forgive one a thing, condone it, E.Cyc. 296 (s. v. l.).
    4 δ. ἑαυτόν τινι give oneself up,

    δ. σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108

    , cf. S.Ph.84, Th.2.68;

    τινὶ εἰς χεῖρας S.El. 1348

    ;

    δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς D.18.97

    ;

    εἰς τοὺς κινδύνους Plb.3.17.8

    ;

    εἰς ἔντευξιν Id.3.15.4

    ; εἰς τρυφήν, εἰς λῃστείας, D.S.17.108, 18.47: c. inf.,

    δίδωσ' ἑκὼν κτείνειν ἑαυτόν S.Ph. 1341

    .
    5 appoint, establish, of a priest, LXXEx.31.6; δῶμεν ἀρχηγόν ib.Nu. 14.4; δ. τινὰ εἰς ἔθνος μέγα ib.Ge.17.20; place, τινὰ ὑπεράνω πάντα τὰ ἔθνη ib.De.28.1:—[voice] Pass., οἱ δεδομένοι, = Nethinim, ministers of the Temple, ib.Ne.5.3; ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα .. orders were given them that.., Apoc.9.5.
    III in vows and prayers, c. acc. pers. et inf., grant, allow, bring about that.., esp. in prayers, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω grant that he may go.., Il.3.322;

    τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.Supp.1.2

    ; δός με τείσασθαι give me to.., A.Ch.18, cf. Eu.31; also c. dat. pers.,

    τούτῳ.. εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί Id.Th. 422

    ;

    θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς.. παθεῖν S.Ph. 316

    , cf. OC 1101, 1287, Pl.Lg. 737b.
    2 grant, concede in argument,

    δ. καὶ συγχωρεῖν Id.Phd. 100b

    , cf. Arist.Metaph. 990a12, al.: c. inf., Id.Ph. 239b29;

    δ. εἶναι θεούς Iamb.Myst.1.3

    ;

    ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει Arist.Ph. 186a9

    ; δεδομένα, τά, data, title of work by Euclid; ἡ δοθεῖσα γραμμή, γωνία, etc., Pl.Men. 87a, Euc.1.9, etc.;

    δεδόσθω κύκλος Archim.Sph.Cyl.1.6

    , al.; also in Alchemy, δός take certain substances, Pleid.X.69.
    IV Gramm., describe, record, Sch.Pi. P.5.93, Sch.Il.16.207.
    V seemingly intr., give oneself up, devote oneself, c. dat., esp.

    ἡδονῇ E.Ph.21

    , Plu.Publ.13;

    ἡδοναῖς Philostr. VS1.12

    ;

    ἐλπίδι J.AJ17.12.2

    ;

    εἰς δημοκοπίαν D.S.25.8

    ;

    δρόμῳ δοὺς φέρεσθαι

    at full speed,

    Alciphr.3.47

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίδωμι

  • 5 ὀμνύω

    ὀμνύω (a by-form of ὄμνυμι which is predominant in H. Gk. and therefore in the NT as well; in the form ὄμνυμι Hom. et al.; ins, pap; Just.; the by-form in Hdt., X. et al.; ins, pap, LXX, En, Philo; Jos., Ant. 3, 271, C. Ap. 2, 121. In the NT the older form occurs only in the inf. ὀμνύναι Mk 14:71 [v.l. ὀμνύειν]; B-D-F §92; W-S. §14, 8; Mlt-H. 251) 1 aor. ὤμοσα; pf. ὀμώμοκα LXX to affirm the veracity of one’s statement by invoking a transcendent entity, freq. w. implied invitation of punishment if one is untruthful, swear, take an oath w. acc. of pers. or thing by which one swears (Hom. et al.; X., An. 7, 6, 18; Diod S 1, 29, 4 τὴν ῏Ισιν; Appian, Syr. 60 §317 πάντας τ. θεούς, Bell. Civ. 4, 68, §289; UPZ 70, 2 [152/151 B.C.] τὸν Σάραπιν; POxy 239, 5 [66 A.D.] Νέρωνα; B-D-F §149; Rob. 484. On the LXX s. Johannessohn, Kasus 77; Jos., Ant. 5, 14; 13, 76; Orig., Hippol.) τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν swear by heaven, by the earth (Apollon. Rhod. 3, 699 and schol. on Apollon. Rhod. 3, 714 ὄμοσον Γαῖάν τε καὶ Οὐρανόν; cp. διομνύω Aesop, Fab. 140 H.=89 P./91 [I, III] H-H.) Js 5:12. τὴν Καίσαρος τύχην MPol 9:2; 10:1. Abs., in the same sense (cp. Jos., Ant. 4, 310) 9:3; (w. ἐπιθῦσαι) MPol 4.—Instead of the acc., ἐν w. dat. of pers. or thing is used (as נִשְׁבַּע בְּ in the OT; ἐν ὑμῖν En 5:6; s. Johannessohn, loc. cit.) ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐν τῇ γῇ Mt 5:34–35 (cp. the contrary advice 1QS 5, 8; MDelcor, VetusT 16, ’66, 8–25 [heaven and earth]); cp. 23:22 (GHeinrici, Beiträge III 1905, 42–5; ERietschel, Das Verbot des Eides in d. Bergpredigt: StKr 79, 1906, 373–418; ibid. 80, 1907, 609–18; OProksch, Das Eidesverbot Jesu Christi: Thüringer kirchl. Jahrbuch 1907; HMüller, Zum Eidesverbot d. Bergpred. 1913; OOlivieri, Biblica 4, 1923, 385–90; GStählin, Zum Gebrauch von Beteuerungsformeln im NT, NovT 5, ’62, 115–43; Billerb. I 321–36; ULuz, Mt, transl. WLinss ’89 [’85], 311–22.—Warning against any and all oaths as early as Choerilus Epicus [V B.C.] Fgm. 7 K.=10 B.: Stob., Flor. 3, 27, 1 vol. III p. 611, 3 H. ὅρκον δʼ οὔτʼ ἄδικον χρεὼν ὀμνύναι οὔτε δίκαιον; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 103i Jac.: the Phrygians do not swear at all; Pythagoreans acc. to Diog. L. 8, 22; Essenes in Jos., Bell. 2, 135; cp. Soph., Oed. Col. 650f: a good man’s word is sufficient; sim. Aeschyl., Fgm. 394 TGF p. 114; s. also Plut., Mor. 275c). ἐν τῇ κεφαλῇ σου by your head 5:36. ἐν τῷ ναῷ, ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ 23:16; 21. ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω vss. 18, 20. ἐν τῷ ζῶντι εἰς τ. αἰῶνας τ. αἰώνων Rv 10:6. ἐν is replaced by εἰς Mt 5:35 (B-D-F §206, 2). Also κατά τινος by someone or someth. (Aristoph.; Demosth. [exx. in FBleek, Hb II/2, 1840, 245a]; Longus, Past. 4, 20, 2; Porphyr., Abst. 3, 16; Ps.-Lucian, Calumn. 18; SIG 526, 8; 685, 27; BGU 248, 12 [I A.D.]; Gen 22:16; 31:53; Ex 32:13; 1 Km 30:15; Am 6:8; Zeph 1:5) ἐπεὶ κατʼ οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσεν καθʼ ἑαυτοῦ since (God) could swear by no one greater, he swore by himself Hb 6:13; cp. vs. 16 (Philo, Leg. All. 3, 203 οὐ καθʼ ἑτέρου ὀμνύει θεός, οὐδὲν γὰρ αὐτοῦ κρεῖττον, ἀλλὰ καθʼ ἑαυτοῦ, ὅς ἐστι πάντων ἄριστος, De Abr. 273; on the topic cp. Hom., Il. 1, 524–27). ὤμοσεν ὁ δεσπότης κατὰ τῆς δόξης αὐτοῦ the Master took an oath by his glory Hv 2, 2, 5. It is even said that God ὤμ. κατὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ v 2, 2, 8. Foll. by direct discourse Hb 7:21 (Ps 109:4). Dir. disc. is preceded by ὅτι Mt 26:74 (w. καταθεματίζειν); Mk 14:71 (w. ἀναθεματίζειν); Rv 10:6f. As a quot. fr. Ps 94:11 w. εἰ preceding dir. disc. Hb 3:11; 4:3 (s. εἰ 4).—W. dat. of pers. confirm someth. (τὶ) for someone with an oath 6:8 (Ex 33:1); Ac 7:17 v.l. (ἧς by attraction, for ἥν). W. inf. foll. (Just., A I, 21, 3 ὀμνύντα … ἑωρακέναι) τίσιν ὤμοσεν μὴ εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ; whom did he assure by an oath that they should not enter his rest? Hb 3:18 (dat. w. fut. inf. as Plut., Galba 1063 [22, 12]). διαθήκη ἣν ὤμοσεν τοῖς πατράσι δοῦναι τ. λαῷ the covenant which he swore to the fathers to give to the people 14:1. Foll. by dir. disc. introduced by ὅτι recitative Mk 6:23 (JDerrett, Law in the NT, ’70, 339–58). ὅρκῳ ὀμ. τινί w. inf. foll. Ac 2:30. Though the dat. ὅρκῳ is rare in this combination (cp. En 6:4; TestJud 22:3), the acc. (Hom. et al.; Gen 26:3; Num 30:3) is quite common: ὅρκον ὀμ. πρός τινα (ὀμ. πρός τινα Od. 14, 331; 19, 288) swear an oath to someone foll. by gen of the aor. inf. Lk 1:73.—RHirzel, D. Eid 1902; LWenger, D. Eid in d. griech. pap: ZSavRG, Rom. Abt. 23, 1902, 158ff; JPedersen, Der Eid bei den Semiten 1914; ESeidl, Der Eid in röm.-ägypt. Provinzialrecht, ’33.—B. 1437. DELG s.v. ὄμνυμι. M-M. TRE IX, 379–82. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὀμνύω

  • 6 ἐμβάλλω

    ἐμβάλλω, [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] pf. - βέβληκα: [tense] aor. 2 ἐνέβᾰλον ([voice] Pass. is mostly supplied by ἐμπίπτω):—
    A throw in,

    τινὰ πόντῳ Il.14.258

    ; μιν.. χερσὶν' Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν let him fall into Achilles' hands, 21.47;

    ἐ. νιν βροτοῦ ἀνέρος εὐνῇ 18.85

    ;

    ἐ. τινὰ εἰς τὸ βάραθρον Ar.Ra. 574

    , Nu. 1450;

    εἰς τὸ δεσμωτήριον D.53.14

    ;

    ἐ. τινὰ εἰς συμφοράς Antipho 3.4.10

    ;

    εἰς ἀτυχίας Aeschin.3.79

    ;

    εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδικίαν Din.3.7

    ;

    εἰς ὑποψίαν Plu.Them.23

    ;

    ἐς γραφάς Ar.Ach. 679

    , cf. Hdt.4.72, etc.;

    εἰς ἀπορίαν Pl.Phlb. 20a

    ;

    εἰς ἔχθραν D.18.70

    .
    2 of things, ἵπποις χαλινοὺς ἐ. Thgn.551, X.Eq.6.7 ([voice] Pass.), 9.9, cf. Il.19.394;

    πώλοις ἡνίας E.IT 1424

    ;

    ἐ. ψήφους εἰς τὸν καδίσκον D.57.13

    , cf. X.Cyr.2.2.21; ἐ. μοχλόν (sc. εἰς τὴν θύραν) Id.An.7.1.12; ἐ. σῖτον (sc. εἰς τὴν φάτνην) Id.Cyr.8.1.38; τοῖς ὑποζυγίοις ἐ. throw food to.., Thphr.Char.4.8; simply, lay or put in, [ἱμάντα] οἱ ἔμβαλε χερσίν put it into his hands, Il.14.218; ἐνέβαλον τῶν χρημάτων [εἰς τὸ κανοῦν] Arist.Pol. 1304a3, cf. Ael.VH11.5; hand in, submit a petition, PPetr.3P.39 (iii B.C.), etc.; ἐ. τὴν χεῖρά τινι slide one's hand into another's, Ar.V. 554; ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν as a pledge of good faith, S.Tr. 1181, cf. Ar.Ra. 754; ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, to which Neoptolemus answers— ἐμβάλλω μενεῖν I give my pledge to remain, S.Ph. 813 (troch.).
    3 freq. of the mind, ἐνὶ φρεσὶν ἐ. Od.19.10 (cf. infr. 111.2);

    εἰς νοῦν τινί Plu. Tim.3

    ; ἐ. ἵμερον, μένος τινί, Il.3.139, 16.529; ἐ. νεῖκός τισι to throw in strife between them, 4.444; τισὶ λύσσαν ἐρισμοῦ Timo 28.3;

    ἐ. λόγον Pl.R. 344d

    ;

    βουλὴν ἐ. περί τινος X.Cyr.2.2.18

    (and abs., ἐ. τινὶ περί τινος to give one advice on a thing, ib.5.5.43 (nisi addendum <βουλήν>))

    ; ἐ. πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν D.10.75

    .
    4 throw upon or against,

    νηῒ κεραυνόν Od.12.415

    ;

    δαλὸν νήεσσι Il.13.320

    ;

    πέτρον στέρνῳ Pi.N.10.68

    ; [

    Ἀχαιοὺς] πέτραις E.Hel. 1129

    (lyr.);

    πῆχυν στέρνοις Id.Or. 1466

    (lyr.);

    λίθον τινὶ εἰς κεφαλήν Antipho 5.26

    ;

    πληγάς τινι X.An.1.5.11

    , cf. Plu.Caes.66; so ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα (sc. πληγάς) let him lay on.., X.Eq.8.4; ἐ. ἕλκεα to inflict them, Pi.Fr. 111; ἐ. πῦρ set fire to.., Th.7.53; ἐ. ῥήγεα lay on blankets, Od.4.298: metaph., ἐ. φόβον τινί strike fear into him, Hdt.7.10.

    έ; ἄταν A.Th. 316

    (lyr.); φροντίδας v.l. in Antipho 2.2.2; impose,

    ἔργα εἰς τὴν γῆν PTeb.37.7

    ([voice] Pass., i B. C.); of a fine, BCH8.307 ([place name] Delos).
    5 ἐ. ὦμον put one's shoulder to the work, in archery, Hp.Fract.2.
    6 put into its place, to set a broken or dislocated limb, ib.24 ([voice] Pass.), Art.1, al., Arist.PA 685b6.
    7 Medic., put in, ἀμυχάς, διαίρεσιν, Philum.Ven.7.4, Antyll. ap. Orib.45.24.4.
    8 graft a tree, D.53.15 ([voice] Pass.); but simply, plant,

    τὰ φυτά IG12(7).62.29

    .
    9 ἐ. τινί (sc. μάρμαρον) to throw at another, Il.12.383.
    10 insert a word or a letter, Pl.Prt. 343d, Cra. 414c, al.;

    εἰς κωμῳδίαν στίχον Plu.2.334f

    .
    11 ἐ. οἰκίαν τινί bring it down upon him, Ar.Ach. 511, cf.Nu. 1489.
    12 τάφρον ἐ. make a trench, Plu.Pyrrh.27, Mar.15.
    13 pay, contribute,

    ἀργύριον IG7.235.13

    ([place name] Oropus);

    τροφάν GDI1884.12

    (Delph.).
    14 denounce an offender,

    ἐς τὰν βωλάν SIG527.103

    (Dreros, iii B.C.).
    15 intercalate a month, IG12.76.53.
    II intr. (sc. στρατόν), make an inroad or invasion, v.l. for ἐσβ. in Hdt.4.125,5.15,9.13, cf. X.Ages.1.29; in full,

    ἐ. στράτευμα A.Th. 583

    , 1024: metaph., attack, Pl.Tht. 165d.
    2 strike a ship with the ram (

    ἔμβολος 1.3

    ), charge or ram it,

    νηΐ Hdt.8.84

    , al., cf. 7.10.β; ἐ. ταῖς λοιπαῖς (sc. ναυσί) Th.4.14; ξυνετύγχανε.. διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι τὰ δὲ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι on one side had charged others, on the other had been charged themselves, Id.7.70.
    b of water, ἐ. τοῖς ὄρεσι to dash against them, Hdt.2.28: abs.,

    τὸ ὕδωρ ἐμβαλὸν τὰ χωρία ἐλυμήνατο D.55.11

    .
    3 κώπῃς ἐ. (sc. χεῖρας) lay oneself to the oars, Od.10.129, cf. Pi.P.4.201; . alone, pull hard, Ar.Eq. 602, Ra. 206, X.HG5.1.13.
    4 of a river, empty itself, εἰς .. Pl.Phd. 113c.
    III [voice] Med., throw in what is one's own,

    ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον D.49.65

    , cf. 27.51: abs., draw lots, SIG1006.3 (Cos, iii B.C.).
    2 metaph.,

    μή μοι φύξιν ἐμβάλλεο θυμῷ Il.10.447

    ; μῆτιν ἐ. θ. 23.313;

    εἰς τὸν νοῦν ἐμβάλλεσθαί τι D.18.68

    (later in [voice] Act., PTaur.4.9);

    τὸ καρτερὸν ἐμβαλόμενοι X.Cyr.4.2.21

    (cf. supr. 1.3).
    4 put on board ship, PHib.1.152 (iii B.C.), POxy. 1292.3 (i A.D.), Luc.VH1.5, etc.
    5 set to work upon,

    τῇ γεωργίᾳ PStrassb.111.3

    (iii B.C.).
    IV [voice] Pass., to be dashed against: of ships, charge (v. supr. 11.2), Th.7.34,70.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβάλλω

  • 7 καταντάω

    A come down to, arrive, εἰς τὰ βασίλεια, ἐπὶ κοίτην, D.S.4.52, 3.27, cf. PTeb.59.3 (i B.C.), etc.: metaph.,

    ἐπὶ τὴν φυσικὴν ὁδόν Vett.Val.259.3

    , cf. 185.16, 251.30.
    2 in a speech or narrative, come to, arrive at a point,

    εἰς τὴν ἔκπτωσιν Plb. 4.1.8

    ;

    ἐπί τινας λογισμούς Id.10.37.3

    ;

    κ. ἐπὶ τὸν ὅρκον D.S.1.79

    , cf. J AJ3.10.4, etc.; have recourse to, ἐπὶ [ τὴν ἡδονήν] Epicur.Ep.3p.63U.;

    ἐπὶ τὰ δάκρυα Phld.Lib.p.62

    O.
    3 of persons, κ. εἰς ἑαυτούς attack, commence hostilities against each other, Plb.30.11.3.
    4 of events, come upon,

    πᾶς δ' ἀγὼν ἐπ' ἐμὲ κατήντα Alex.261.13

    ; κ. εἴς τινα affect him, Phld.Ir.p.83 W.; of blood-guiltiness, fall,

    ἐπὶ κεφαλήν τινος LXX 2 Ki.3.29

    .
    b turn out, result,

    ποῦ καταντήσει πάλιν Plb.6.4.12

    ;

    τὸ πρᾶγμα κ. εἰς ὑπόνοιαν D.S.1.37

    ;

    εἰς τὸ μηδέν Plb.4.34.2

    ; so of numbers, to be reduced,

    εἰς μόνους ἄνδρας δέκα BGU903.14

    (ii A.D.), etc.
    5 of an inheritance, κ. εἴς τινα fall to one's share, 1 Ep.Cor.10.11, POxy.75 (ii A.D.), etc.
    II trans., make to come back, bring back, τινα Palaeph.2;

    εἰς ἑαυτὸν τὴν ἀρχιερωσύνην LXX 2 Ma.4.24

    (so intr. in [tense] pf., return,

    εἰς τὸν αὐτὸν κατηντηκέναι βίον BGU 1101.5

    (i B.C.)).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντάω

  • 8 ὅς

    ὅς, ἥ, ὅ
    as relative pron. who, which, what, that (Hom.+). On its use s. B-D-F §293–97; 377–80; Rydbeck 98–118; W-S. §24; Rob. 711–26, and for ancient Gk. in gener. Kühner-G. II 399ff; Schwyzer II 639–41.
    As a general rule, the relative pron. agrees in gender and number w. the noun or pron. to which it refers (i.e. its antecedent); its case is determined by the verb, noun, or prep. that governs it: ὁ ἀστήρ, ὸ̔ν εἶδον Mt 2:9. ὁ Ἰησοῦς, ὅν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν Ac 17:3. Ἰουδαῖον, ᾧ (sc. ἦν) ὄνομα Βαριησοῦς 13:6. ὁ Ἰουδαῖος …, οὗ ὁ ἔπαινος Ro 2:29. Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν J 1:47. οὗτος, περὶ οὗ ἀκούω τοιαῦτα Lk 9:9 and very oft.
    A demonstrative pron. is freq. concealed within the relative pron.:
    α. in such a way that both pronouns stand in the same case: ὅς the one who ὅς οὐ λαμβάνει Mt 10:38; sim. Mk 4:9; 9:40 (the three w. implied condition). οὗ of the one whose J 18:26. to the one to whom Ro 6:16. ὅν the one whom (or someth. sim.) Mk 15:12; J 1:45. οἷς to those for whom Mt 20:23. οὕς those whom Mk 3:13; J 5:21.that which, what Mt 10:27.—A prep. governing the relative belongs in certain pass. to the (omitted) demonstr. pron. alone: παρʼ ὅ Ro 12:3; Gal 1:8; ὑπὲρ ὅ (ἅ) 1 Cor 10:13; 2 Cor 12:6; Phlm 21; πρὸς ἅ 2 Cor 5:10; εἰς ὅν J 6:29. In others it must be added to both pronouns: ἐν ᾧ in that in which 2 Cor 11:12; 1 Pt 2:12; 3:16 (these passages in 1 Pt may be classed under 1kγ also). ἐν οἷς Phil 4:11. ὑπὲρ οὑ because of that for which 1 Cor 10:30. ἀφʼ ὧν from the persons from whom 2 Cor 2:3.—The much disputed pass. ἑταῖρε, ἐφʼ ὸ̔ πάρει Mt 26:50 would belong here if we were to supply the words necessary to make it read about as follows: friend, (are you misusing the kiss) for that (purpose) for which you are here? (Wlh.; EKlostermann) or thus: in connection with that (=the purposes), for which (=for the realization of which) you have appeared (do you kiss me)? (Rdm.2 78). Friend, are you here for this purpose? FRehkopf, ZNW 52, ’61, 109–15. But s. βב and iβ below.
    β. But the two pronouns can also stand in different cases; in such instances the demonstr. pron. is nearly always in the nom. or acc.
    א. in the nom. οὗ one whose Ac 13:25. ὧν those whose Ro 4:7 (Ps 31:1). ᾧ the one to or for whom Lk 7:43; 2 Pt 1:9. οἷς those to whom Mt 19:11; Ro 15:21 (Is 52:15). ὅ that (nom.) which (acc.) Mt 13:12; 25:29; 26:13; Mk 11:23; Lk 12:3. Likew. ἅ Lk 12:20. ὅν he whom J 3:34; 4:18; Ac 10:21. ἐφʼ ὅν the one about whom Hb 7:13.
    ב. in the acc. ὧν the things of which J 13:29. the one (in) whom 2 Ti 1:12. So also w. a prep.: ἐν ᾧ anything by which Ro 14:21. ἐν οἷς things in which 2 Pt 2:12. ἐφʼ ὅ that upon which Lk 5:25. περὶ ὧν the things of which Ac 24:13. ἐφʼ οἷς from the things of which Ro 6:21 (this passage perh. uses a commercial metaphor, for pap s. Mayser II/2, 434f §121). εἰς ὸ̔ν the one in whom Ro 10:14a.—So Mt 26:50 (s. bα above), if the words to be supplied are about as follows: friend, (do that) for which you have come! (so ESchwartz, ByzZ 25, 1925, 154f; EOwen, JTS 29, 1928, 384–86; WSpiegelberg, ZNW 28, 1929, 341–43; FZorell, VD 9, 1929, 112–16; sim. PMaas, Byz.-Neugriech. Jahrb. 8, ’31, 99; 9, ’32, 64; WEltester: OCullmann Festschr., ’62, 70–91; but s. iβ end.—S. Jos., Bell. 2, 615 at πάρειμι 1a).
    ג. Only in isolated instances does the demonstr. pron. to be supplied stand in another case: οὗ = τούτῳ, οὗ in him of whom Ro 10:14b. παρʼ ὧν = τούτοις, παρʼ ὧν Lk 6:34.
    Constructions peculiar in some respect
    α. The pleonastic use of the pers. pron. after ὅς (Mlt. 94f; B-D-F §297) γυνὴ ἧς εἶχεν τὸ θυγάτριον αὐτῆς Mk 7:25 is found in older Gk. (Hyperid., Euxen. 3 ὧν … τούτων.—Kühner-G. II 433f), and is not unknown in later Gk. (POxy 117, 15), but above all is suggested by Semitic languages (LXX; GrBar 2:1; Thackeray 46; JHudson, ET 53, ’41/42, 266f); the omission of αὐτῆς in the v.l. is in line w. Gk. usage. οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ Mt 3:12; Lk 3:17. οὗ … τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ Mk 1:7; Lk 3:16. οὗ τῷ μώλωπι αὐτοῦ 1 Pt 2:24 v.l. οὗ καὶ πολλὰ αὐτοῦ συγγράματα EpilMosq 2. In a quot. ἐφʼ οὓς ἐπικέκληται … ἐπʼ αὐτούς Ac 15:17 = Am 9:12. οὗ ἡ πνοὴ αὐτοῦ 1 Cl 21:9. Esp. freq. in Rv 3:8; 7:2, 9; 9:11 v.l.; 13:8, 12; 20:8.
    β. constructions ‘ad sensum’
    א. a relative in the sing. refers to someth. in the pl. οὐρανοῖς … ἐξ οὗ (οὐρανοῦ) Phil 3:20.
    ב. a relative in the pl. refers to a sing. (Jdth 4:8 γερουσία, οἵ) πλῆθος πολύ …, οἳ ἦλθον Lk 6:17f. κατὰ πόλιν πᾶσαν, ἐν αἷς Ac 15:36. Cp. ἤδη δευτέραν ἐπιστολήν, ἐν αἷς (i.e. ἐν ταῖς δυσὶν ἐπιστ.) 2 Pt 3:1.
    ג. the relative conforms to the natural gender rather than the grammatical gender of its antecedent noun τέκνα μου, οὕς Gal 4:19; cp. 2 J 1; Phlm 10. ἔθνη, οἵ Ac 15:17 (Am 9:12); cp. 26:17. παιδάριον, ὅς J 6:9. θηρίον, ὅς Rv 13:14. ὀνόματα, οἵ 3:4 v.l. γενεᾶς σκολιᾶς, ἐν οἷς Phil 2:15. W. ref. to Christ, τὴν κεφαλήν, ἐξ οὗ Col 2:19.
    Attraction (or assimilation) of the relative. Just as in Hdt. and freq. Att., ins, pap, LXX, the simple relative ὅς, ἥ, ὅ is somet. attracted to the case of its antecedent, even though the relationship of the relative within its own clause would demand a different case.
    α. In most instances it is the acc. of the rel. that is attracted to the gen. or dat. of the antecedent: περὶ πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται Mt 18:19. τῆς διαθήκης ἧς ὁ θεὸς διέθετο Ac 3:25. Cp. Mt 24:50b; Mk 7:13; Lk 2:20; 3:19; 5:9; 9:43; 15:16; J 4:14; 7:31; 15:20; 17:5; 21:10; Ac 1:1; 2:22; 22:10; 1 Cor 6:19; 2 Cor 1:6; 10:8, 13; Eph 2:10; 2 Th 1:4; Jd 15 al.—When the antecedent is an understood but unexpressed demonstr. pron. (s. b, beg.) that would stand in the gen. or dat., the acc. of a relative pron. can be attracted to this gen. or dat.: οὐδὲν ὧν ἑώρακαν is really οὐδὲν τούτων ἃ ἑώρακαν Lk 9:36 (Schwyzer II 641); ἅ takes on the case of τούτων which, in turn, is omitted (so already Soph., Pla., et al.).—23:14, 41; Ac 8:24; 21:19, 24; 22:15; 25:11; 26:16; Ro 15:18; 1 Cor 7:1; Eph 3:20; Hb 5:8. ὧν = τούτων, οὕς J 17:9; 2 Cor 12:17. οἷς = τούτοις, ἅ Lk 24:25.
    β. The dat. of the relative is less frequently attracted (B-D-F §294, 2; Rob. 717) ἕως τῆς ἡμέρας ἧς (=ᾗ) ἀνελήμφθη Ac 1:22 (cp. Lev 23:15; 25:50; Bar 1:19); Eph 1:6; 4:1; 1 Ti 4:6 v.l.; κατέναντι οὗ ἐπίστευσεν θεοῦ = κατέν. τοῦ θεοῦ ᾧ ἐπίστ. Ro 4:17. διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα 2 Cor 1:4.
    γ. In relative clauses that consist of subject, predicate, and copula, the relative pron. somet. agrees in gender and number not w. the noun to which it refers, but w. the predicate if it is the subj. and, conversely, w. the subj. if it is the pred. of its own clause: πνεύματι …, ὅς ἐστιν ἀρραβών Eph 1:14 v.l. τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστιν Χριστός Gal 3:16. τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ὅ ἐστιν ῥῆμα θεοῦ Eph 6:17.—Rv 4:5; 5:8.
    δ. Inverse attraction occurs when the relative pronoun attracts its antecedent to its own case (as early as Hom.; also Soph., Oed. Rex 449; s. Kühner-G. II 413; Schwyzer II 641; B-D-F §295; Rob. 717f); τὸν ἄρτον ὸ̔ν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία … ἐστιν; = ὁ ἄρτος ὅν … 1 Cor 10:16. λίθον, ὸ̔ν ἀπεδοκίμασαν … οὗτος ἐγενήθη (Ps 117:22) Mt 21:42; Mk 12:10; Lk 20:17; 1 Pt 2:7 v.l.—παντὶ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρʼ αὐτοῦ Lk 12:48. ὅρκον, ὸ̔ν ὤμοσεν (=μνησθῆναι ὅρκου ὅν) 1:73 (s. W-S. §24, 7 note). τοὺς λίθους, οὓς εἶδες, ἀποβεβλημένους, οὗτοι … ἐφόρεσαν Hs 9, 13, 3. Cp. 1J 2:25.
    ε. Attraction can, as in earlier Gk. (Thu. 2, 70, 4), fail to take place when the relative clause is more distinctly separated fr. its antecedent by additional modifiers of the noun and by the importance attaching to the content of the relative clause itself (B-D-F §294, 1; Rob. 714f): τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ κύριος, οὐκ ἄνθρωπος Hb 8:2. But s. also Mk 13:19; J 2:22; 4:5; Ac 8:32; 1 Ti 4:3; Tit 1:2; Phlm 10; Hb 9:7; Rv 1:20.
    The noun which is the antecedent of a relative clause can be incorporated into the latter
    α. without abbreviating the constr. and without attraction of the case: ᾗ οὐ δοκεῖτε ὥρᾳ = τῇ ὥρᾳ ᾗ οὐ δοκ. Mt 24:44; cp. Lk 12:40; 17:29, 30. ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα 24:1. ὸ̔ ἐποίησεν σημεῖον J 6:14. ὸ̔ θέλω ἀγαθόν Ro 7:19.
    β. w. abbreviation, in that a prep. normally used twice is used only once: ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε = ἐν τῷ κρίματι, ἐν ᾧ κρίνετε, κριθήσεσθε Mt 7:2a. Cp. vs. 2b; Mk 4:24. ἐν ᾧ ἦν τόπῳ = ἐν τῷ τόπῳ ἐν ᾧ ἦν J 11:6. καθʼ ὸ̔ν τρόπον = κατὰ τὸν τρόπον, καθʼ ὅν Ac 15:11.
    γ. w. a change in case, due mostly to attraction
    א. of the relative pron. περὶ πάντων ὧν ἐποίησεν πονηρῶν = περὶ πάντων πονηρῶν, ἃ ἐπ. Lk 3:19. περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων = περὶ πασῶν δυνάμεων, ἃς εἶδον 19:37. αἰτίαν … ὧν ἐγὼ ὑπενόουν πονηρῶν Ac 25:18.—The dat. of the relative is also attracted to other cases: ἄχρι ἧς ἡμέρας = ἄχρι τῆς ἡμέρας, ᾖ Mt 24:38; Lk 1:20; 17:27; Ac 1:2. ἀφʼ ἧς ἡμέρας Col 1:6, 9.
    ב. of the noun to which the rel. refers: ὸ̔ν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτος ἠγέρθη = Ἰωάννης ὸ̔ν κτλ. Mk 6:16 εἰς ὸ̔ν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς = τῷ τύπῳ τῆς διδαχῆς εἰς ὸ̔ν παρεδόθητε Ro 6:17.
    δ. The analysis is doubtful in passages like περὶ ὧν κατηχήθης λόγων = περὶ τῶν λόγων οὓς κατηχήθης or τῶν λόγων, περὶ ὧν κατηχήθης Lk 1:4. ἄγοντες παρʼ ᾧ ξενισθῶμεν Μνάσωνι Ac 21:16 must acc. to the sense = ἄγοντες πρὸς Μνάσωνα, ἵνα ξενισθῶμεν παρʼ αὐτῷ. S. B-D-F §294, 5; Rob. 719.
    The prep. can be omitted before the relative pron. if it has already been used before the antecedent noun: ἐν παντὶ χρόνῳ ᾧ (=ἐν ὧ.) Ac 1:21. εἰς τὸ ἔργον ὅ (=εἰς ὅ) 13:2. ἀπὸ πάντων ὧν (=ἀφʼ ὧν) vs. 38. Cp. 26:2. ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ (=ἐν ᾧ) Rv 18:6.
    The neut. is used
    α. in explanations, esp. of foreign words and of allegories: ὅ ἐστιν which or that is, which means: βασιλεὺς Σαλήμ, ὅ ἐστιν βασιλεὺς εἰρήνης Hb 7:2; cp. Mt 27:33; Mk 3:17; 7:11, 34; 15:42. Also ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Mt 1:23; Mk 5:41; Ac 4:36; cp. J 1:38, 41f. ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενος κρανίου τόπος Mk 15:22 v.l. (for μεθερμηνευόμενον). τόπος, ὸ̔ λέγεται, Ἑβραϊστὶ Γολγοθά J 19:17.—S. also αὐλῆς, ὅ ἐστιν πραιτώριον Mk 15:16. λεπτὰ δὺο, ὅ ἐστιν κοδράντης 12:42. τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία Col 1:24. πλεονέκτης ὅ ἐστιν εἰδωλολάτρης Eph 5:5. τὴν ἀγάπην ὅ ἐστιν σύνδεσμος τῆς τελειότητος Col 3:14.—B-D-F §132, 2.
    β. when the relative pron. looks back upon a whole clause: τοῦτον τ. Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες Ac 2:32; cp. 3:15; 11:30; 26:9f; Gal 2:10; Col 1:29; 1 Pt 2:8; Rv 21:8.
    γ. ὅ is to be understood as an obj. acc. and gains its content fr. what immediately follows in these places (s. W-S. §24, 9; Rob. 715): ὸ̔ ἀπέθανεν, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ = τὸν θάνατον, ὸ̔ν ἀπέθανεν κτλ. what he died, i.e. the death he suffered, he suffered for sin Ro 6:10a; cp. vs. 10b. ὸ̔ νῦν ζῶ ἐν σαρκί the life that I now live in the flesh Gal 2:20.
    The relative is used w. consecutive or final mng. (result or purpose): τίς ἔγνω νοῦν κυρίου, ὸ̔ς συμβιβάσει αὐτόν; who has known the mind of the Lord, so that he could instruct him? 1 Cor 2:16 (cp. Is 40:13). ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξῃ τοῦτο he is worthy that you should grant him this Lk 7:4. ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου …, ὸ̔ς κατασκευάσει Mt 11:10. ἔπεμψα Τιμόθεον …, ὸ̔ς ὑμᾶς ἀναμνήσει 1 Cor 4:17. ἔχετε μεθʼ ἑαυτῶν, εἰς οὓς ἐργάσεσθε τὸ καλόν 21:2.
    taking the place of the interrogative pron.
    α. in indirect questions (Soph., Oed. Rex 1068; Thu. 1, 136, 4; Attic ins of 411 B.C. in Meisterhans3-Schw.; pap [Witkowski 30, 7]; oft. Joseph. [Schmidt 369]; Just., D. 44, 4 διʼ ἧς ὁδοῦ). ὸ̔ ἐγὼ ποιῶ what I am doing J 13:7. ἃ λέγουσιν 1 Ti 1:7 (Just., D. 9, 1 οὐ γὰρ οἶδας ὸ̔ λέγεις).—J 18:21.
    β. NT philology has generally dismissed the proposition that ὅς is used in direct questions (Mlt. 93; B-D-F §300, 2; Radermacher2 78; PMaas [see 1bβב above]). An unambiguous example of it is yet to be found. Even the ins on a goblet in Dssm., LO 100ff [LAE 125–31], ET 33, 1922, 491–93 leaves room for doubt. Therefore also the translation of ἐφʼ ὸ̔ πάρει Mt 26:50 as ‘what are you here for?’ (so Goodsp., Probs. 41–43; similarly, as early as Luther, later Dssm.; JWilson, ET 41, 1930, 334) has been held suspect. S. ZNW 52, ’61, 109ff.—Rob. 725 doubts the interrogative here, but Mlt-Turner 50 inclines toward it. If further proof for interrogative use of ὅς can be found, lit.-crit. considerations (s. vv. 14–16) invite attention to the v.l. (s. Tdf. app.) ἐφʼ ᾦ, a combination used in commercial documents (PGrenf II, 17, 2; 5; Mayser II/1 p. 215); the colloquial use suggests the sense: What deal did you make?—See also 1bβב above.
    combined w. particles
    α. with ἄν (ἐάν), s. ἄν I. b.
    β. with γέ (s. γέ aβ and cp. PFlor 370, 9) Ro 8:32.
    γ. w. δήποτε whatever J 5:3(4) v.l. (the vv.ll. vary betw. οἵῳ and ᾧ, δηποτοῦν and δήποτε).
    δ. w. καί who also Mk 3:19; Lk 6:13f; 7:49 al.
    ε. with περ = ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (TestSol, TestAbr; TestJob 7:13; JosAs 14:12; GrBar; ApcSed 2:1; Jos., Ant. 2, 277, Vi. 95; apolog. [exc. Mel.]) just the one who Mk 15:6 v.l. ὅπερ which indeed Ox 840, 35; ISm 4:1. πάντα ἅπερ whatever GPt 11:45.
    used w. preposition (s. also above: 1bα; 1bβב; 1eβ,γ; 1f, and s. Johannessohn, Präp. 382f [ind.]), whereby a kind of conjunction is formed:
    α. with ἀντί: ἀνθʼ ὧν (s. ἀντί 4) because Lk 1:20; 19:44; Ac 12:23; 2 Th 2:10; therefore Lk 12:3.
    β. w. εἰς: εἰς ὅ to this end 2 Th 1:11.
    γ. with ἐν: ἐν οἷς connects w. the situation described in what precedes under which circumstances = under these circumstances Lk 12:1; Ac 24:18 v.l.; 26:12. So also perh. ἐν ᾧ 1 Pt 1:6; 2:12; 3:16, 19; 4:4. S. also ἐν 7 and cp. 1bα above.
    δ. w. ἐπί: ἐφʼ ᾧ (normally, ‘for which’: Plut., Cimon 483 [8, 6] Cimon receives honors in requital for his generous deed [cp. the pl. ἐφʼ οἷς IPriene 114, 22 of honors heaped on a gymnasiarch for his numerous contributions]; cp. Plut., Mor. 522e and Diog. L. 7, 173. Conversely Plut., Aratus 1048 [44, 4]: A. suffers some dishonor ‘for what’ he did to one of his associates) has freq. been interpreted=ἐπὶ τούτῳ ὅτι for the reason that, because Ro 5:12 (lit. on ἁμαρτία 3a); 2 Cor 5:4; Phil 3:12; for 4:10. But a commercial metaphor may find expression in the first 3 passages cited here; s. ἐπί 6c. Difft. on Ro 5:12 JFitzmyer, NTS 39, ’93, 321–39; also comm. (Anchor), ad loc.: ‘with the result that, so that’
    ε. οὗ χάριν therefore Lk 7:47.
    ζ. in indications of time: ἀφʼ ἧς (s. ἀπό 2bγ and cp. BGU 252, 9 [98 A.D.]) from the time when; since Lk 7:45; Ac 24:11; 2 Pt 3:4; Hs 8, 6, 6 v.l.; as soon as, after 8, 1, 4.—ἀφʼ οὗ (s. ἀπό 2bγ) when once, since Lk 13:25; 24:21; Rv 16:18. ἄχρι οὗ (s. ἄχρι 1bα) until (the time when) Ac 7:18; Ro 11:25; 1 Cor 11:26; Gal 3:19. Also ἕως οὗ until Mt 1:25; 13:33; 14:22; 17:9; Lk 13:21; D 11:6 al. μέχρις οὗ until Mk 13:30; Gal 4:19.—On the gen. οὗ as an adv. of place s. it as a separate entry.
    Demonstrative pron. this (one) (Hom.+; prose of Hdt. et al. [Kühner-G. II 228f]; pap, LXX).
    ὸ̔ς δέ but he (Ps.-Lucian, Philopatris 22; PRyl 144, 14 [38 A.D.]) Mk 15:23; J 5:11 v.l. Mostly
    ὸ̔ς μὲν … ὸ̔ς δέ the one … the other (Hippocr.+; very oft. in later wr.; POxy 1189, 7 [c. 117 A.D.]; SibOr 3, 654) the masc. in var. cases of sing. and pl. Mt 22:5; Lk 23:33; Ac 27:44; Ro 14:5; 1 Cor 11:21; 2 Cor 2:16; Jd 22f. ὸ̔ μὲν … ὸ̔ δέ this … that Ro 9:21. ἃ μὲν … ἃ δέ (Lucian, Rhet. Praec. 15) some … others 2 Ti 2:20. ὸ̔ς μὲν … ὸ̔ς δὲ … ὸ̔ς δέ Mt 21:35; 25:15 (Lucian, Tim. 57 διδοὺς … ᾧ μὲν πέντε δραχμάς, ᾧ δέ μνᾶν, ᾧ δὲ ἡμιτάλαντον). ὸ̔ μὲν … ὸ̔ δὲ … ὸ̔ δέ Mt 13:8b, 23. ᾧ μὲν … ἄλλῳ δὲ … ἑτέρῳ (ἄλλῳ δέ is then repeated five times, and before the last one there is a second ἑτέρῳ) 1 Cor 12:8–10. ὸ̔ μὲν … καὶ ἄλλο κτλ. Mk 4:4. ὸ̔ μὲν … καὶ ἕτερον (repeated several times) Lk 8:5. ἃ μὲν … ἄλλα δέ (repeated several times) Mt 13:4–8a. In anacoluthon οὓς μέν without οὓς δέ 1 Cor 12:28. ὸ̔ς μὲν … ὁ δὲ ἀσθενῶν Ro 14:2.—B-D-F §250. MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 100f.—DELG 1 ὅς. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὅς

  • 9 ἐπάγω

    ἐπάγω [ᾰ],
    A bring on,

    οἷον ἐπ' ἦμαρ ἄγῃσι πατήρ Od.18.137

    ;

    ἐ. πῆμά τινι Hes.Op. 242

    ;

    νύκτ' Id.Th. 176

    ; ἐλεύθερον ἦμαρ Bacisap.Hdt.8.77;

    ἄτην ἐπ' ἄτῃ A.Ch. 404

    (lyr.), cf. S.Aj. 1189 (lyr.);

    κινδύνους τινί Is.8.3

    ;

    πόλεμον ἐπὶ τὰς Θήβας Aeschin.3.140

    ;

    νόσους γῆράς τε ἐ. Pl. Ti. 33a

    ;

    πάθος ἐ. Hp.Morb.Sacr.3

    .
    2 set on, urge on, as hunters do dogs, ἐπάγοντες ἐπῇσαν (sc. κύνας) Od.19.445, cf. X.Cyn.10.19:— in [voice] Med., ib.6.25.
    b lead on an army against the enemy,

    Ἄρη τινί A.Pers.85

    (lyr.);

    τὴν στρατιήν Hdt.1.63

    , cf.7.165;

    τὸ δεξιὸν κέρας Ar. Av. 353

    ;

    στρατόπεδον Th.6.69

    ;

    τινὰ ἐπί τινα Id.8.46

    : intr., march against,

    τισί Plb.2.29.2

    : abs., dub. in Luc.Hist.Conscr.21: metaph., Diph.44 (nisi leg. ἐπῇττε).
    c quicken the pace, Ar.Eq.25, Nu. 390, Pl.Cra. 420d;

    θάττονα ῥυθμὸν ἐ. X.Smp.2.22

    .
    3 lead on by persuasion, influence, Od.14.392, Th.1.107;

    ἐλπὶς ἥ σ' ἐπήγαγεν E.Hec. 1032

    : c. inf., induce one to do, ib. 260, Isoc.14.63:—[voice] Pass.,

    οἷς ἐπαχθέντες ὑμεῖς D.5.10

    (cod. S).
    4 bring in, invite as aiders or allies,

    τὸν Πέρσην Hdt.9.1

    , cf. 8.112; τὸν Π. ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Epist. Phil. ap. D.12.7;

    Μήδους Ar.Th. 365

    (v. infr.11.2.
    5 bring to a place, bring in, S.Tr. 378, E.Ph. 905;

    ἅμαξαι.. τοὺς λίθους ἐπῆγον Th. 1.93

    :—[voice] Med., draw in nourishment, of roots, Thphr.HP1.1.9:— [voice] Pass.,

    τροφὰ ἐπάγεται τῷ σώματι Ti.Locr.102b

    .
    6 bring in, supply,

    ἐπιτήδεια Th.7.60

    ;

    τὰ ἐκ τῶν διωρύχων ἐ. νάματα Pl.Criti. 118e

    ;

    λίμνην.. εἰς τὴν ἅλμην Ephipp.5.12

    : metaph.,

    ἐπάγει ἡ ψυχὴ τὸ ἓν ἄλλῳ Plot.6.9.1

    .
    7 lay on or apply to one, ἐ. κέντρον πώλοις, of a charioteer, E.Hipp. 1194;

    ἐ. πληγὴν ἐπί τινα LXX Is.10.24

    ; ἐ. ζημίαν, = ἐπιτιθέναι, Luc.Anach.11; ἔπαγε τὴν γνάθον lay your jaws to it, Ar. V. 370; ἐ. τὴν διάνοιάν τινι apply it, Plu.Per.1.
    8 bring forward, ἐ. ψῆφον τοῖς ξυμμάχοις propose a vote to them, like ἐπιψηφίζειν ἐς.. Th.1.125, cf. 87; ψῆφος ἐπῆκτό τινι περὶ φυγῆς against him, X.An.7.7.57, cf. D.47.28;

    ἐ. ὅρκον τισί Paus.4.14.4

    , cf.IG9(1).334.13 ([dialect] Locr.); also ἐ. δίκην, γραφήν τινι, bring a suit against one, Pl.Lg. 881e, D.18.150; γραφάς, εὐθύνας, εἰσαγγελίας ib.249;

    λεγέτω πρότερος ὁ ἐπάγων τὰν δίκαν Foed.Delph.Pell.1

    A10;

    ἐ. αἰτίαν τινί D.18.141

    ;

    αἰτίαν ἐπήγαγέ μοι φόνου ψευδῆ Id.21.110

    , cf.114.
    b introduce a person before the assembly, IG12(7).389.5, BCH50.251, etc.
    9 bring in over and above,

    παροψώνημα A.Ag. 1446

    ;

    τῷ λόγῳ τὸ ἔργον Plu.Lyc.8

    :—[voice] Pass., τὸ ἐπαγόμενον φωνῆεν the vowel which follows, EM176.55; ὁ ἐ. ἀγών extraordinary, CIG 3491 ([place name] Thyatira).
    b intercalate days in the year, Hdt.2.4, D.S.1.50; αἱ ἐπαγόμεναι, with or without ἡμέραι, intercalated days, ib.13, Plu.2.355e, Inscr.Cypr.134 H., PStrassb.91.6, Vett.Val.20.26, 36.9, etc.
    10 in instruction or argument, lead on,

    τινὰς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα Pl.Plt. 278a

    :—[voice] Pass.,

    ἐπαχθέντων αὐτῶν Aristox.Harm.p.23

    M.
    b esp. in the Logic of Aristotle, teach or convince by induction,

    ἐπάγοντα ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὸ καθόλου καὶ τῶν γνωρίμων ἐπὶ τὰ ἄγνωστα Top.156a4

    :—[voice] Pass.,

    ἐπαχθῆναι μὴ ἔχοντας αἴσθησιν ἀδύνατον APo.81b5

    , cf.71a21,24: abs., συλλογιζόμενον ἢ ἐπάγοντα by syllogism or by induction, Rh.1356b8, cf. Top.157a21,al.;

    οὐδ' ὁ ἐπάγων ἀποδείκνυσιν APo.91b15

    .
    c also ἐ. τὸ καθόλου bring forward, advance: hence, infer the general principle,

    τῇ καθ' ἕκαστα ἐπὶ τῶν ὁμοίων ἐπαγωγῇ ἐ. τὸ καθόλου Top.108b11

    , cf. SE 174a34; so later, adduce the argument,

    ὅτι.. Alex.Aphr.

    inSE6.2; conclude, infer, Arr.Epict.4.8.9.
    11 ἐ. τὴν κοιλίαν move the bowels, v.l. for ὑπ-, Dsc.4.157.
    II [voice] Med., bring to oneself, procure or provide for oneself,

    ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται Th.1.81

    , cf. 6.99: metaph., Ἅιδα φεῦξιν ἐ. devise, invent a means of shunning death, S. Ant. 362 (lyr.);

    τὴν τῶν ξυμμάχων δούλωσιν Th.3.10

    ;

    τῶν.. κακῶν ἐ. λήθην Men.467

    .
    2 of persons, bring into one's country, bring in or introduce as allies (v. supr. 1.4), Hdt.2.108, Th.1.3, 2.68, 4.64,al.;

    οἰκιστὴν ἐ. Hdt.6.34

    , cf. 5.67;

    ἐπιϝοίκους ἐ. Berl.Sitsb.1927.8

    ([dialect] Locr., v B. C.).
    3 μάρτυρας ποιητὰς ἐ. call them in as witnesses, Pl.R. 364c, cf. Lg. 823a, Arist.Metaph. 995a8; ἐ. ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις introduce by way of quotation, Pl.Prt. 347e;

    τὸν Ἡσίοδον μάρτυρα Id.Ly. 215c

    ; ἐ. μαρτύρια adduce testimonies, X.Smp.8.34;

    εἰκόνας ἐ. Id.Oec.17.15

    ;

    ὅρκον ἐ. πάντα τὰ ζῷα Porph.Abst.3.16

    .
    4 bring upon oneself,

    νύκτα ἐν μεσημβρίᾳ Pl.Lg. 897d

    ;

    φθόνον X.Ap.32

    ;

    συμφορὰν ἐμαυτῷ Lys.4.19

    ;

    αὐθαίρετον αὑτοῖς δουλείαν D.19.259

    ;

    πράγματα Id.54.1

    ;

    ἑαυτοῖς δεστότην ἐ. τὸν νόμον Pl.Grg. 492b

    ;

    μητρυιὰν ἐ. κατὰ τῶν ἰδίων τέκνων D.S.12.12

    .
    5 bring with one,

    προῖκα πολλήν Nicostr.

    ap. Stob.4.22.102.
    6 bring over to oneself, win over,

    τὸ πλῆθος Th.5.45

    ;

    τινὰ εἰς εὔνοιαν Plb.7.14.4

    : c. acc. et inf., ἐ. τινὰς ξυγχωρῆσαι induce them to concede, Th.5.41.
    7 put in place,

    λίθον Princeton Exp.Inscr.1175

    (iii A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάγω

  • 10 χρεών

    χρεών, [dialect] Ion. [full] χρεόν (the form best attested in Parm.8.45 and Hdt.); also [full] χρειών, Democr.55, τό: gen.
    A

    τοῦ χρεών E.Hipp. 1256

    , HF21, but little used save in nom. and acc.:—that which must be,

    κατὰ τὸ χ. Anaximand.1

    (Diels Vorsokr.5);

    τὴν μοῖραν εἰς τὸ μὴ χ. παραστρέφων E.Fr.491.3

    ;

    χ. τοῦ χρησμοῦ Plu.Nic.14

    .
    II necessity, fate,

    ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χ. Pl.Phdr. 255a

    ;

    μοίρας τοῦ χρεών τ' ἀπαλλαγή E.Hipp. 1256

    ;

    εἰς τὸ χ. ἰέναι Pl.Ax. 364c

    ; ἀπελθεῖν εἰς τὸ χ., εἰς τὸ χ. ἀπαλλάσσεσθαι, Str.1.3.21, J.AJ7.15.1; οἱ τὴν εἰς τὸ χ. πορευόμενοι (cj. for ποιούμενοι), v. l. τῶν εἰς τὸ χ. ὁδευόντων, Plu.2.113c;

    τό τοι χρεὼν οὐκ ἔστι μὴ χρεὼν ποιεῖν Trag.Adesp.368

    ;

    ὅ τι γὰρ μὴ χ. οὔτοι χ. παθεῖν E. Ba. 515

    ; [

    Ἀλέξανδρον] τὸ χ. ἐν Βαβυλῶνι κατέλαβε Jul.Or.3.107c

    .
    2 mostly in the phrase χρεών (sc. ἐστι), like χρή, it is necessary, c. inf., Thgn.564, A.Ag. 922, S.OT 633, Democr. l. c., etc.: c. acc. et inf., Pi.P.2.52, Hdt.1.41,57, 2.133, A.Pr. 772, 970, al., S.Ph. 1439, Ar. Eq. 138, Th.5.49;

    τὸ χ. γενέσθαι Hdt.7.17

    .
    3 sts. as a neut. part. (like ἐξόν, etc.), it being necessary, since it was necessary, Id.5.50.
    III less freq., that which is expedient or right,

    ὅρκον δ' οὔτ' ἄδικον χ. ἔμμεναι οὔτε δίκαιον Choeril.7

    ;

    ἔννεπε τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν S.Ph. 143

    (lyr.);

    μητέρ' εἰ χ. ταύτην προσαυδᾶν Id.El. 273

    , cf. 983, Ar.Nu. 1446(lyr.), etc.; with the Art.,

    ἔκανες ὃν οὐ χρῆν, καὶ τὸ μὴ χ. πάθε A.

    Ch..930: abs. in part., ὑμεῖς ἂν οὐ χ. ἄρχοιτε ye would rule unrightfully, Th.3.40.—In Trag. χρεών ( = χρή ) appears without ἐστί or ἦν; in Ar. and Prose the verb is more commonly added, but not in Ar.Nu. l. c., Pl.Sph. 220d, Criti. 107b, al.
    IV as Adj.,

    τῷ χ. πόσει E.Fr. 501

    . (Not in Hom. or Hes., Od.15.201 being f. l. for χρεώ.) [In Poets χρεών is sts. monosyll., as in Choeril. l. c., Parm.4.5, al.; outside of hexameters prob. always disyll., since χρή can be restored in E.IT 1486, Fr.733.3.] (From χρεώ, with addition of ν from the synonym δέον; when used as part. abs., as in Sol.Fr.34.6, Th.3.40, from χρεὼ ὄν.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρεών

  • 11 ἵστημι

    ἵστημι (Hom.+, ins, pap [Mayser 353]; LXX [Thackeray 247f]; pseudepigr., Philo, Joseph., apolog. exc. Ar.) and also ἱστάνω (since I B.C. SIG 1104, 26 ἱστανόμενος; pap [Mayser, loc. cit., with ἀνθιστάνω documented here as early as III B.C.]; Epict. 3, 12, 2; LXX [Ezk 17:14; Thackeray, loc. cit.]; later wr. in Psaltes 236) Ro 3:31; Hs 8, 1, 10 (s. Whittaker on 8, 1, 8; s. B-D-F §93; Mlt-H. 202). Fut. στήσω; 1 aor. ἔστησα; 2 aor. ἔστην, impv. στῆθι, inf. στῆναι, ptc. στάς; pf. ἕστηκα ( I stand), ptc. ἑστηκώς, ός and ἑστώς En 12:3; JosAs 7:2; J 12:29,-ῶσα J 8:9 v.l., neut. ἑστώς Rv 14:1 v.l. (s. B-D-F §96; W-S. §14, 5; Mlt-H. 222) and ἑστός, inf. always ἑστάναι; plpf. εἱστήκειν ( I stood) or ἱστήκειν GPt 2:3, third pl. εἱστήκεισαν Mt 12:46; J 18:18; Ac 9:7; Rv 7:11 (W-H. spell it ἱστ. everywhere); ἑστάκαμεν w. act. mng. 1 Macc 11:34; fut. mid. στήσομαι Rv 18:15. Pass.: 1 fut. σταθήσομαι; 1 aor. ἐστάθην (PEg2 65). S. στήκω. Trans.: A. Intr.: B, C, D.
    A. trans. (pres., impf., fut., 1 aor. act.; s. B-D-F §97, 1; Mlt-H. 241) gener. ‘put, place, set’.
    to cause to be in a place or position, set, place, bring, allow to come τινά someone, lit. ἐν τῷ συνεδρίῳ Ac 5:27. εἰς αὐτούς before them 22:30. ἐκ δεξιῶν τινος at someone’s right (hand) Mt 25:33. ἐν μέσῳ in the midst, among 18:2; Mk 9:36; J 8:3. ἐνώπιόν τινος before someone Ac 6:6. Also κατενώπιόν τινος Jd 24. ἐπί τι upon someth. Mt 4:5; Lk 4:9. παρά τινι beside someone 9:47.
    to propose someone for an obligation, put forward, propose, lit. (e.g. Just., A I, 60, 3 Μωυσέα … τύπον σταυροῦ … στῆσαι ἐπὶ τῇ ἁγίᾳ σκηνῇ) τινά for a certain purpose: the candidates for election to the apostleship Ac 1:23. μάρτυρας ψευδεῖς 6:13 (cp. Mel., P. 93, 700 ψευδομάρτυρες).
    to set up or put into force, establish, fig. ext. of 1 (cp. Gen 26:3 τὸν ὅρκον; Ex 6:4) τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην Ro 10:3. τὸ δεύτερον (opp. ἀναιρεῖν τὸ πρῶτον, a ref. to sacrificial system) Hb 10:9.—Of legal enforcement κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς ταύτην τ. ἁμαρτίαν Lord, do not hold this sin against them Ac 7:60 (contrast ἀφίημι 1 Macc 13:38f; 15:5; Stephen’s expression=ἄφες Lk 23:34; s. Beginn. IV, ad loc.).
    to validate someth. that is in force or in practice, reinforce validity of, uphold, maintain, validate τὶ someth. fig. ext. of 1 (1 Macc 2:27 τὴν διαθήκην) τὴν παράδοσιν ὑμῶν validate or maintain your own tradition Mk 7:9. νόμον ἱστάνομεν we uphold (the) law Ro 3:31 (s. καταργέω 2).
    to cause to be steadfast, make someone stand δυνατεῖ ὁ κύριος στῆσαι αὐτόν Ro 14:4.
    set/fix a time a period of time ἡμέραν (s. ἡμέρα 3a) Ac 17:31.
    determine a monetary amount οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια Mt 26:15 (=Zech 11:12 ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργύρους), presents a special problem for interpreters because of the author’s theological and narrative interests, which prompt him to connect an allusion here to Zech 11:12 in anticipation of a fulfillment statement at Mt 27:9f, which in haggadic fashion draws on Zech 11:13 in the longer form of the Mt and Jer 32 (Mt 39):7–9 (s. JDoeve, Jewish Hermeneutics in the Synoptic Gospels and Acts, ’54, 185–87). Jer 39:9 and Zech 11:12 use the verb ἱ. in the sense weigh out on scales (Hom.; X., Cyr. 8, 2, 21, Mem. 1, 1, 9 al.; GDI p. 870, n49 A [Ephesus VI B.C.] 40 minas ἐστάθησαν; Is 46:6; Jer 39:9; 2 Esdr 8:25), and some (e.g. BWeiss, HHoltzmann, JWeiss; FSchulthess, ZNW 21, 1922, 227f; Field, Notes 19f) interpret Mt 26:15 in this sense. Of course Mt’s readers would know that coinage of their time was not ‘weighed out’ and would understand ἱ. in the sense of striking a bargain (ἵστημι=set a price, make an offer, close a bargain: Herodas 7, 68 pair of shoes; BGU 1116, 8 [I B.C.]; 912, 25 [I A.D.]; PRainer 206, 10 [II A.D.] κεφάλαιον), they set out (=offered, allowed) for him (=paid him) 30 silver coins (Wlh., OHoltzmann, Schniewind), but the more sophisticated among them would readily recognize the obsolete mng. Ac 7:60 is sometimes interpreted in a related sense, but the absence of a direct object of amount paid suggests that the pass. is better placed in 3 above.
    B. intr., aor. and fut. forms
    to desist from movement and be in a stationary position, stand still, stop (Hom., Aristot.; Philostrat., Ep. 36, 2 ὁ ποταμὸς στήσεται; TestSol 7:3 οὕτως ἔστη ἡ αὔρα) Lk 24:17. στὰς ὁ Ἰησοῦς ἐφώνησεν αὐτούς Mt 20:32.—Mk 10:49; Lk 7:14; 17:12; 18:40. στῆναι τὸ ἅρμα Ac 8:38. ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν Rv 18:17; cp. vs. 15. ἔστησαν ἐν τῷ τόπῳ τοῦ σπηλαίου GJs 19:2. ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ he took his stand on a level place Lk 6:17. Of a star ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον Mt 2:9; also ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ παιδίου GJs 21:3. Of a flow of blood come to an end ἔστη ἡ ῥύσις τ. αἵματος Lk 8:44 (cp. Ex 4:25 [though HKosmala, Vetus Test. 12, ’62, 28 renders it as an emphatic εἶναι] Heraclid. Pont., Fgm. 49 W.; POxy 1088, 21 [I A.D.]; Cyranides p. 117 note γυναικὶ … αἷμα ἵστημι παραχρῆμα). στῆθι stand Js 2:3. ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἔστη ἄνω his hand remained (motionless) upraised GJs 18:3 (not pap).
    to come up in the presence of others, come up, stand, appear ἔμπροσθέν τινος before someone Mt 27:11; Lk 21:36. Also ἐνώπιόν τινος Ac 10:30; GJs 11:2 (κατενώπιον TestSol 22:13; Just., D. 127, 3) or ἐπί τινος: σταθήσεσθε you will have to appear Mt 10:18 v.l.; Mk 13:9; ἐπί τοῦ παλατίου AcPl Ha 9, 20. στῆθι εἰς τὸ μέσον Lk 6:8; cp. vs. 8b; J 20:19, 26 (Vi. Aesopi I c. 6 p. 243, 15 Αἴσωπος στὰς εἰς τὸ μέσον ἀνέκραξεν). Also ἐν μέσῳ Lk 24:36; Ac 17:22; Ox 1 verso, 11 (s. Unknown Sayings, 69–71). ἔστη εἰς τὸ κριτήριον she stood before the court GJs 15:2. Cp. J 21:4; Rv 12:18; Lk 7:38. Step up or stand to say someth. or make a speech Lk 18:11. Cp. 19:8; Ac 2:14; 5:20; 11:13 al. ἔστησαν … προσδοκῶντες τὸν Ζαχαρίαν they stood waiting for Z. GJs 24:1. Pract. in the sense of the pf. δυνάμενοι … ἀλλʼ οὐδὲ στῆναι (the cult images) which could not remain standing AcPl Ha 1, 20 (cp. ἵστατο δένδρον κυπάρισσος TestAbr A 3 p. 79, 17 [Stone p. 6]; ὁ τόπος ἐν ᾧ ἱστάμεθα GrBar 6:13).
    to stand up against, resist, w. πρὸς and acc. offer resistance (Thu. 5, 104) Eph 6:11; abs. resist (Ex 14:13) vs. 13. (Cp. the term στάσις in the sense of ‘rebellion’.)
    stand firm so as to remain stable, stand firm, hold one’s ground (Ps 35:13) in battle (X., An. 1, 10, 1) Eph 6:14. σταθήσεται will stand firm Ro 14:4a. τίς δύναται σταθῆναι; Rv 6:17. εἰς ἣν στῆτε stand fast in it (Goodsp., Probs. 198) 1 Pt:12. Of house, city, or kingdom Mt 12:25f; Mk 3:24f; Lk 11:18. Cp. Mk 3:26. The OT expr. (Dt 19:15) ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα Mt 18:16; 2 Cor 13:1.
    come to a standing position, stand up ἐπὶ τοὺς πόδας on one’s feet (Ezk 2:1) Ac 26:16; Rv 11:11. Abs. Ac 3:8.
    C. intr., perf. and plupf.
    to be in a standing position, I stand, I stood of bodily position, e.g. of a speaker J 7:37; Ac 5:25, of hearers J 12:29 or spectators Mt 27:47; Lk 23:35; Ac 1:11, of accusers Lk 23:10. Cp. J 18:5, 16, 18ab, 25; 19:25; Ac 16:9 al.
    to be at a place, stand (there), be (there), w. the emphasis less on ‘standing’ than on ‘being, existing’.
    position indicated by adv. of place ἔξω Mt 12:46f; Lk 8:20; 13:25. μακρόθεν Lk 18:13. ἀπὸ μακρόθεν at a distance 23:49; Rv 18:10. ἐκεῖ Mk 11:5. ὅπου 13:14. ὧδε Mt 16:28; 20:6b. αὐτοῦ Lk 9:27; ἀπέναντι AcPl Ha 3, 30.
    w. place indicated by a prep. ἐκ δεξιῶν τινος at the right (hand) of someone or someth. Lk 1:11; Ac 7:55f (HOwen, NTS 1, ’54/55, 224–26). ἐν αὐτοῖς among them Ac 24:21; w. ἐν and dat. of place Mt 20:3; 24:15; J 11:56; Rv 19:17. ἐν μέσῳ J 8:9 v.l. μέσος ὑμῶν 1:26 (v.l. στήκει). ἐπί w. gen. (X., Cyr. 3, 3, 66; Apollodorus [II B.C.]: 244 Fgm. 209 Jac. ἐπὶ τ. θύρας) Ac 5:23; 21:40; 24:20; 25:10; Rv 10:5, 8; AcPl Ha 7, 37; w. dat. Ac 7:33; w. acc. Mt 13:2; Rv 3:20; 7:1; 14:1; 15:2; GJs 5:2 (ἕστηκας codd., ἔστης pap). παρά w. acc. of place Lk 5:1f. πέραν τῆς θαλάσσης J 6:22. πρό w. gen. of place Ac 12:14. πρός w. dat. of place J 20:11. σύν τινι Ac 4:14. μετά τινος AcPl Ha 11, 3. κύκλῳ τινός around someth. Rv 7:11. W. ἐνώπιον (functioning as prep.) ἐνώπιόν τινος Rv 7:9; 11:4; 12:4; 20:12.
    abs. (Epict. 4, 1, 88 ἑστῶσα of the citadel, simply standing there; Tat. 26, 2 παρατρέχοντας μὲν ὑμᾶς, ἑστῶτα δὲ τὸν αἰῶνα) Mt 26:73; J 1:35; 3:29; 20:14; Ac 22:25. τὰ πρόβατα εἱστήκει the sheep stood still GJs 18:2 (not pap). The verb standing alone in the sense stand around idle (Eur., Iph. Aul. 861; Aristoph., Av. 206, Eccl. 852; Herodas 4, 44) Mt 20:6a. ἀργός can be added (Aristoph., Eccl. 879f, Pax 256 ἕστηκας ἀργός) vs. 6a v.l., 6b (w. the question cp. Eubulus Com., Fgm. 15, 1 K. τί ἕστηκας ἐν πύλαις; Herodas 5, 40). W. modifying words (Pla., Phdr. 275d ἕστηκε ὡς ζῶντα τὰ ἔκγονα) εἱστήκεισαν ἐνεοί they stood there speechless Ac 9:7. ὡς ἐσφαγμένον Rv 5:6. cp. Ac 26:6. εἱστήκει ἀπεκδεχόμενος AcPl Ant 13, 22 (=Aa I, 237, 5).
    to stand in attendance on someone, attend upon, be the servant of Rv 8:2 (RCharles, Rv ICC vol. 1, p. 225).
    stand firm in belief, stand firm of personal commitment in gener. (opp. πεσεῖν), fig. ext. of 1, 1 Cor 10:12; 2 Cl 2:6. τ. πίστει ἕστηκας you stand firm because of your faith Ro 11:20; cp. 2 Cor 1:24. ὸ̔ς ἕστηκεν ἐν τ. καρδίᾳ αὐτοῦ ἑδραῖος one who stands firm in his heart 1 Cor 7:37. ὁ θεμέλιος ἕστηκεν the foundation stands (unshaken) 2 Ti 2:19 (Stob. 4, 41, 60 [vol. V, p. 945]: Apelles, when he was asked why he represented Tyche [Fortune] in a sitting position, answered οὐχ ἕστηκεν γάρ=because she can’t stand, i.e. has no stability; Hierocles 11, 441 ἑστῶτος τοῦ νόμου=since the law stands firm [unchanged]; Procop. Soph., Ep. 47 μηδὲν ἑστηκὸς κ. ἀκίνητον; 75).
    to be in a condition or state, stand or be in someth., fig. ext. of 1; grace (Hierocles 12, 446 ἐν ἀρετῇ) Ro 5:2; within the scope of the gospel 1 Cor 15:1; in truth J 8:44.
    D. intr., pres. mid. to have a beginning, begin, calendaric expression (as old as Hom.) μὴν ἱστάμενος the month just beginning (oft. ins) MPol 21—B. 835. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἵστημι

  • 12 προΐημι

    προΐημι, 3 [tense] pres.
    A

    προΐει Il.2.752

    ; [ per.] 3sg. subj. προϊῇ (v.l. 3 opt. προΐοι) h.Ven. 152: [tense] impf. προΐειν, εις, ει, Il.1.326, 336, Od.9.88, 10.100, etc.: [tense] fut. προήσω: [tense] aor. 1 προῆκα, [dialect] Ep. προέηκα, both in Hom.: [tense] aor. 2 ind. [ per.] 3pl.

    πρόεσαν Od.8.399

    ; opt.

    προεῖεν X.An. 7.2.15

    codd.; imper.

    πρόες Il.16.241

    (on the accent, v. Hdn.Gr.2.931), [ per.] 3sg.

    προέτω 11.796

    ; inf. προέμεν for προεῖναι, Od.10.155:—[voice] Med., [tense] aor. 1

    προηκάμην D.19.78

    ,84, 32.15, etc.: [tense] aor. 2 opt. πρόοιντο or

    προοῖντο Th.1.120

    , D.18.254, cf. X.An.1.9.10:—[voice] Pass., [tense] pf. προεῖμαι, [tense] plpf. προεῖτο, D. (v. infr. 11.1). [On the quantity, v. ἵημι.]:—send forth, send forward, Il.1.195 (tm.), 326, 336, etc.; esp. send troops forward, X. Cyr. 7.1.22,27 : also, send a thing or person to another,

    ἀγγελίας Od.2.92

    ;

    ἐπ' Αἴαντα.. κήρυκα Il.12.342

    ;

    τῷ κῦδος ἅμα πρόες 16.241

    : in Hom. freq. with inf. added to define the action,

    Ταλθύβιον προΐει.. ἰέναι Il.3.118

    ;

    αἰετὼ.. προέηκε πέτεσθαι Od.2.147

    ; [

    οὖρον] προέηκεν ἀῆναι 3.183

    ; π. τινὰ διδασκέμεναι, μυθήσασθαι, πυθέσθαι, Il.9.442, 11.201, 649;

    ἑτάρους π. πεύθεσθαι Od.9.88

    ; so βασιλευέμεν τοι προήσειν will allow thee to.., Pi.P.4.166.
    2 dismiss, let go, τινα Il.4.398; τήνδε θεῷ πρόες let her go to the god, i.e. in reverence to him, 1.127.
    3 let loose, let fall, esp. thoughtlessly, ἔπος προέηκε let drop a word, Od.14.466;

    φήμην 20.105

    ; πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε he let the helm slip from his hands, 5.316: with inf., πόδα προέηκε φέρεσθαι let slip his foot so that it fell, 19.468.
    4 with direct purpose, cast, of a fisherman,

    ἐς πόντον π. βοὸς κέρας 12.253

    .
    5 of missiles, discharge, shoot, ἔγχος, βέλος, ὀϊστόν, etc., Il.5.15, 280, 11.270, 13.662, etc.; ἀκόντια π. ἐπὶ τὸν νεβρόν f.l. in X.Cyn.9.
    6 of a river, ἐς Πηνειὸν προΐει ὕδωρ it pours its water into the Peneius, Il.2.752, cf. Hes.Fr.37, E.Hipp. 124 (lyr.).
    II give up, deliver, betray one to his enemy, Hdt.1.159, 3.137; χρήματα μέν σφι π. offering to give them.., Id.1.24, cf. Ar.Nu. 1214;

    τὰς ναῦς π. τινί Th.8.32

    : with an inf. added,

    γυναῖκα.. π. ἀπάγεσθαι Hdt.2.115

    :—[voice] Pass., to be given or thrown away,

    εἰ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτεί D.18.200

    ;

    καιροὶ προεῖνται Id.19.8

    , cf. 25.10.
    2 ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδὺ π. αὑτούς devote themselves to.., X.Cyr.7.5.76.
    B in Prose mostly in [voice] Med. (not found in Hom.), send forward from oneself, drive forward,

    τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς X.Cyn.6.10

    (s. v.l.): c. inf., τοὺς ἐρῶντας ἵμερος δρᾶν προΐεται forces them on to do, S.Fr.149.9 codd. Stob.
    2 of sounds, utter,

    τὴν φωνήν Aeschin.2.23

    , etc.;

    λόγον Ti.Locr.100c

    ;

    ῥῆμα D.19.118

    ; π. πᾶσαν φωνήν use all sorts of entreaties, Plb.3.84.10, etc.;

    π. τῶν ἀπορρήτων οὐδὲν οὐδενί Id.3.20.3

    , etc.
    3 emit, π. γονήν, σπέρμα, κόπρον, βλαστούς, etc.,Arist.GA 719b3, 721a30, HA 554b1, Thphr. CP1.12.9, etc.;

    κλημάτια.. προϊέμενα ῥίζας Dsc.4.29

    .
    II give up, let go, προέμενον αὐτῇ (sc. τὴν χεῖρα) Hdt. 2.121.έ; give up to the enemy,

    Κέρκυραν τοῖς Κορινθίοις Th.1.44

    , cf. D.18.72, 21.213; abandon, Id.19.152; π. σφᾶς αὐτούς gave themselves up as lost, Th.2.51;

    αὑτὸν τοῖς πολεμίοις X.An.5.8.14

    ;

    σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα Polyaen.4.3.4

    ;

    τὸν βίον Plu.Ant.53

    : abs., give up hope, Jul.Or.8.250a.
    2 desert, abandon,

    εἰ τὰ κάτω προοῖντο Th.1.120

    , cf. 6.78, X.An.1.9.10, etc.; οὐδαμῇ προΐενθ' αὑτούς did not lose themselves (i.e. take bribes), D.19.139;

    τι τῶν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1307b4

    .
    3 give away, give freely,

    ἔρανον τῇ πόλει Th. 2.43

    ;

    τὰ ἑαυτῶν D.34.52

    ;

    ὑμῖν οὐδὲν προεῖνται τῶν σφετέρων Lys. 21.12

    ;

    ἀπὸ τῶν ἰδίων D.18.114

    ; εὐεργεσίαν ἄνευ μισθοῦ without a stipulated fee, leaving it to one's honour, Pl.Grg. 520c, cf. Phdr. 231c, X.An.7.7.47; give up without payment received,

    τὴν ἀλλαγήν Pl.Lg. 849e

    .
    c pay, in kind or in money, PHib.1.76.2 (iii B.C.), UPZ23.18 and 26, 26.12 (ii B.C.), PAmh.61.11 (ii B.C.), SIG694.60 (Elaea, ii B.C.).
    4 throw off,

    θοἰμάτιον D.21.216

    ( προϊέμενον χλάμυν is f.l. in Sapph.64).
    5 throw away,

    τὰ ἴδια X.Cyn.12.11

    codd.; π. τὸν καιρόν, τὸ παρόν, Lycurg.126, D.1.9; καθ' ἕκαστον ἀεί τι τῶν πραγμάτων ib.14;

    πολλὰ τῶν κοινῶν Id.18.134

    ;

    εἰ οὗτοι χρήματα.. μὴ προοῖντ' ἄν, πῶς ὑμῖν. καλὸν τὸν ὅρκον προέσθαι; Id.21.212

    ;

    μηδενὸς κέρδους τὰ κοινὰ δίκαια π. Id.6.10

    ; τὰ πατρῷα, τὰ τῆς δημοκρατίας ἰσχυρά, Aeschin.3.173, 234; πόλεων.. ὧν ἦμέν ποτε κύριοι.. προϊεμένους (gen. by attraction of the relat. ὧν) D.2.2;

    τὴν ψυχὴν π. Porph.Abst. 2.13

    : abs., throw away one's advantage, Arist.Rh. 1398a2, cf.EN 1114a17 (less freq. neglect a disadvantage,

    π. κακόν τι Lib.Or.21.27

    ); to be lavish, Arist. Rh. 1366b7.
    6 with part., inf., or Adj., ἡμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους suffer us to be wronged, Th.2.73, cf. Plb.30.7.4;

    προέμενοι ἀπολέσθαι αὐτούς X.HG2.3.35

    ;

    π. τισὶν ὑμᾶς ἐξαπατῆσαι D.16.3

    , cf. Lys.13.23, etc.;

    π. τὰ ἴδια ἀνομοθέτητα Pl.Lg. 780a

    ; also τοὺς Ἕλληνας

    εἰς ὅουλείαν π. D.10.25

    , cf. 5.15.
    8 rarely in good sense, confide, entrust to one, X. Cyr. 5.2.9;

    τὰ τέκνα τισὶν εἰς ὁμηρίαν Plb.28.4.7

    : abs., X.An.7.3.31.
    9 lend on risk, Pl.Demod. 384c, D.36.6.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προΐημι

  • 13 ἀποδίδωμι

    ἀποδίδωμι, [tense] fut. - δώσω: [tense] aor. 1 ἀπέδωκα: [tense] aor. 2
    A

    ἀπέδων A.D.Synt. 276.9

    , shortened inf. ἀποδοῦν prob. in Hsch.:— give up or back, restore, return,

    τινί τι Hom.

    , etc.: esp. render what is due, pay, as debts, penalties, submission, honour, etc.,

    τοκεῦσι θρέπτρα Il.4.478

    ; ἀ. τινὶ λώβην give him back his insuit, i.e. make atonement for it, ib.9.387 (tm.);

    τὴν πλημμέλειαν LXXNu.5.7

    ;

    εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀ. ἀμοιβήν Thgn.1263

    ;

    ἀ. τὴν ὁμοίην τινί Hdt.4.119

    ;

    ἀμοιβάς Democr.92

    ;

    κακὸν ἀντ' ἀγαθοῦ Id.93

    ; ἀ. τὸ μόρσιμον pay the debt of fate, Pi.N.7.44;

    τὸ χρέος Hdt.2.136

    ;

    τὸν ναῦλον Ar.Ra. 270

    ; τὴν ζημίαν, τὴν καταδίκην, Th.3.70, 5.50;

    τὴν φερνήν PEleph.1.11

    (iv B. C.);

    εὐχάς X.Mem.2.2.10

    ;

    ἀ. ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν Hdt.1.13

    , etc.;

    πόλεις ἀ. τοῖς παρακαταθεμένοις Aeschin.3.85

    ;

    ἀ. χάριτας Lys.31.24

    ;

    οὐκ ἐς χάριν ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετ ὴν ἀ. Th.2.40

    ;

    ἀ. χάριν τινός Isoc.6.73

    ; [

    τὴν πόλιν] ἀ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν X.HG7.1.30

    :—[voice] Pass.,

    ἔως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη Od.2.78

    ; ἀ. μισθός, χάριτες, Ar.Eq. 1066, Th.3.63.
    2 assign,

    ταῖς γυναιξὶ μουσικὴν καὶ γυμναστικήν Pl.R. 456b

    ;

    τὸ δίκαιον καὶ τὸ συμφέρον Arist.Rh. 1354b3

    , cf. 1356a15;

    τὸ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον ἀ. ἡφύσις Id.GA 759b3

    , etc.
    b refer to one, as belonging to his department,

    εἰς τοὺς κριτὰς τὴν κρίσιν Pl.Lg. 765b

    ; ἀ. εἰς τὴν βουλὴν περὶ αὐτῶν refer their case to the Council, Isoc.18.6, cf. Lys.22.2, etc.
    3 render, yield, of land, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (sc. καρπόν) yield fruit two hundred-fold, Hdt.1.193;

    τἅλλα δ' ἅν τις καταβάλη ἀπέδωκεν ὀρθεῶς Men.Georg.38

    ; ἤν ἡ χώρη κατὰ λόγον ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν renders, makes a like increase in extent, Hdt.2.13:—hence perh. metaph.,

    τὸ ἔργον ἀ. Arist.EN 1106a16

    ;

    ἀ. δάκρυ E.HF 489

    .
    4 concede, allow, c. inf., suffer or allow a person to do,

    ἀ. τισὶ αὐτονομεῖσθαι Th.1.144

    , cf. 3.36;

    εἰ δὲ τοῖς μὲν.. ἐπιτάττειν ἀποδώσετε D.2.30

    ;

    ἀ. κολάζειν Id.23.56

    ;

    τῷ δικαστηρίῳ ἀποδίδοται τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.1.30

    ;

    ἀ. τινὶ ζητεῖν Arist.Pol. 1341b30

    , cf. Po. 1454b5; also

    οὔτε ἀπολογίας ἀποδοθείσης And.4.3

    ; ἐπειδὰν αὐτοῖς ὁ λόγος ἀποδοθῆ when right of speech is allowed them, Aeschin.3.54.
    5 ἀ. τινά with an Adj., render or make so and so, like ἀποδείκνυμι, ἀ. τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν Isoc.1.46;

    τέλειον ἀ. τὸ τέκνον Arist.GA 733b1

    ;

    δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀ. Id.EN 1103b22

    ;

    μετριωτέραν τὴν ὑπερηφανίαν D.H.7.16

    .
    b exhibit, display,

    τὴν ὑπάρχουσαν ἀρετήν And.1.109

    ; ἀ. τὴν ἰδίαν μορφήν render, express it, Arist.Po. 1454b10; ἀ. φαντασίαν τινός present appearance of, Phld.Ir.p.71 W., al.
    6 deliver over, give up, e.g. as a slave, E. Cyc. 239;

    ἀ. τὸν μιαρὸν τῶ χρόνῳ φῆναι Antipho 4.4.11

    .
    7 ἀ. ἐπιστολήν deliver a letter, Th.7.10, cf. E.IT 745.
    8 ἀ. τὸν ἀγῶνα ὀρθῶς καὶ καλῶς bring it to a conclusion, Lycurg.149.
    9 λόγον ἀ. render an account, D.27.48:—[voice] Pass., μαρτυρίαι ἀ. Test. ap. D.18.137.
    10 ἀ. ὅρκον, v. ὅρκος.
    11 give an account or definition of a thing, explain it, E.Or. 150;

    ἀ. τί ἐστί τι Arist.Cat. 2b8

    , cf. 1a10, Metaph. 1040b30, al.; ἑπομένως τούτοις ἀ. τὴν ψυχήν Id.de.An. 405a4, cf. Ph. 194b34, al.; also, use by way of definition,

    ὁ μὲν τὴν ὕλην ἀποδίδωσιν, ὁ δὲ τὸ εἶδος Id.de An. 403b1

    ; simply, define,

    τὸν ἄνθρωπον S.E.M.7.272

    ; expound, Phld.D.3.14, cf. Epicur.Nat.14.3, 119G., 143 G.; render, interpret one word by another,

    ἀ. τὴν κοτύλην ἄλεισον Ath.11.479c

    ; explain, interpret,

    τὸ φωνὴν αἵματος βοᾶν Ph.1.209

    :—[voice] Pass.,

    βέλτιον ἀποδοθήσεται Epicur.Ep.1

    P.15 U.;

    ἀκριβεστέρως ἀποδοθήσεται A.D.Synt.45.21

    ;

    ἀ. τι πρός τι

    use with reference to,

    Olymp.in Mete.281.10

    , cf. Sch.Ar.Pl. 538.
    12 attach or append, make dependent upon, τί τινι or

    εἴς τι Hero Aut.24.5

    , 6, 2.
    13 ἀ. τί τινος assign a property to a thing, Arist.Top. 128b28.
    II intr., return, recur, Id.GA 722a8, HA 585b32.
    2 Rhet. and Gramm., introduce a clause answering to the πρότασις, Id.Rh. 1407a20;

    διὰ μακροῦ ἀ. D.H.Dem.9

    , etc.; cf.

    ἀπόδοσις 11.2

    ; οὐκ ἀποδίδωσι τὸ ἐπεί has no apodosis, Sch.Od.3.103; esp. in similes, complete the comparison, Arist.Rh. 1413a11.
    3 in Tactics, turn back to face the enemy,

    εἰς ὀρθόν Ascl.Tact.10.12

    , etc.
    4 Medic. in [voice] Pass., to be evacuated,

    σὺν τοῖς περιττώμασιν Dsc.4.82

    .
    III [voice] Med., give away of one's own will, sell, Ar.Av. 585, Hdt.1.70, etc.; ἀ. τι ἐς τὴν Ἑλλάδα take to Greece and sell it there, Id.2.56: c. gen. pretii, Ar.Ach. 830, Pax 1237;

    οὐκ ἄν ἀπεδόμην πολλοῦ τὰς ἐλπίδας Pl.Phd. 98b

    ; ἀ. τῆς ἀξίας, τοῦ εὑρίσκοντος, sell for its worth, for what it will fetch, Aeschin.1.96; ὅταν τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῆ (= offer for sale)

    καὶ ἀποδῶται τοῦ εὑρόντος X.Mem.2.5.5

    , cf. Thphr. Char.15.4;

    διδοῦσι [τὰς νέας] πενταδράχμους ἀποδόμενοι Hdt.6.89

    ; ἀ. εἰσαγγελίαν sell, i.e. take a bribe to forgo, the information, D.25.47;

    οἱ δραχμῆς ἄν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν X.HG 2.3.48

    ; at Athens, esp. farm out the public taxes, D.20.60, opp. ὠνέομαι: metaph.,

    οἷον πρὸς ἄργυρον τὴν δόξαν τὰς ψυχάς Jul.Or.1.42b

    :—[voice] Act. and [voice] Med. are distinguished in Lex ap.And.1.97 πάντα ἀποδόμενος τὰ ἡμίσεα ἀποδώσω τῷ ἀποκτείναντι: but [voice] Act. is used in med. sense in Th.6.62 (s.v.l.), cf. Foed.Delph.Pell. 2 A 22, and possibly in E.Cyc. 239, Ar.Ra. 1235: [voice] Med. for [voice] Act. in Antipho Fr.54:—[voice] Pass., to be sold, Hsch.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδίδωμι

  • 14 λαμβάνω

    λαμβάνω (Hom.+) impf. ἐλάμβανον; fut. λήμψομαι (PTurin II, 3, 48; POxy 1664, 12; on the μ s. Mayser 194f; Thackeray 108ff; B-D-F §101; W-S. §5, 30; Mlt-H. 106; 246f; Reinhold 46f; WSchulze, Orthographica 1894.—On the middle s. B-D-F §77); 2 aor. ἔλαβον, impv. λάβε (B-D-F §101 p. 53 s.v. λαμβάνειν; W-S. §6, 7d; Mlt-H. 209 n. 1), impv. 3 pl. λαβέτωσαν (LXX; GJs 4:2); pf. εἴληφα (DRinge, Glotta 62, ’84, 125–28), 2 sing. εἴληφας and εἴληφες Rv 11:17 v.l. (W-S. §13, 16 note; Mlt-H. 221), ptc. εἰληφώς. Pass.: fut. 3 pl. ληφθήσονται Jdth 6:9; aor. εἰλήφθην LXX; pf. 3 sing. εἴληπται; plpf. 3 sg. εἴληπτο (Just., D. 132, 3). For Attic inscriptional forms s. Threatte II 645. In the following divisions, nos. 1–9 focus on an active role, whereas 10 suggests passivity.
    to get hold of someth. by laying hands on or grasping someth., directly or indirectly, take, take hold of, grasp, take in hand ἄρτον (Diod S 14, 105, 3 ῥάβδον; TestSol 2:8 D τὴν σφραγῖδα; TestJob 23:10 ψαλίδα) Mt 26:26a; Mk 14:22a; Ac 27:35. τ. βιβλίον (Tob 7:14) Rv 5:8f. τ. κάλαμον Mt 27:30. λαμπάδας take (in hand) (Strattis Com. [V B.C.], Fgm. 37 K. λαβόντες λαμπάδας) 25:1, 3. λαβέτωσαν ἀνὰ λαμπάδα GJs 7:2. μάχαιραν draw the sword (Gen 34:25; Jos., Vi. 173 [cp. JosAs 23:2 τὴν ῥομφαίαν]) Mt 26:52. Abs. λάβετε take (this) Mt 26:26b; Mk 14:22b. Take hold of (me) GHb 356, 39=ISm 3:2.—ἔλαβέ με ἡ μήτηρ μου τὸ ἅγιον πνεῦμα ἐν μιᾷ τῶν τριχῶν μου my mother, the Holy Spirit, took me by one of my hairs GHb 20, 63. Ἐλισάβεδ … λαβουμένη (λαβοῦσα codd.) αὐτὸν ἀνέβη ἐν τῇ ὀρεινῇ E. took (John) and went up into the hill-country GJs 22:3. λαβών is somet. used somewhat pleonastically to enliven the narrative, as in Hom. (Od. 24, 398) and dramatists (Soph., Oed. R. 1391 et al.), but also in accord w. Hebr. usage (JViteau, Étude sur le Grec du NT 1893, 191; Dalman, Worte 16ff; Wlh., Einleitung2 1911, 14; B-D-F §419, 1 and 2; s. Rob. 1127; s., e.g., ApcBar 2:1 λαβών με ἤγαγε; Josh 2:4; Horapollo 2, 88 τούτους λαβὼν κατορύττει) Mt 13:31, 33; Mk 9:36; Lk 13:19, 21; J 12:3; Ac 9:25; 16:3; Hs 5, 2, 4. The ptc. can here be rendered by the prep. with (B-D-F §418, 5; Rob. 1127) λαβὼν τὴν σπεῖραν ἔρχεται he came with a detachment J 18:3 (cp. Soph., Trach. 259 στρατὸν λαβὼν ἔρχεται; ApcrEsd 6, 17 p. 31, 24 Tdf. λαβὼν … στρατιὰν ἀγγέλων). λαβὼν τὸ αἷμα … τὸν λαὸν ἐρράντισε with the blood he sprinkled the people Hb 9:19 (cp. ParJer 9:32 λαβόντες τὸν λίθον ἔθηκαν ἐπὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ‘they crowned his tomb with a stone’; Mel., P. 14, 88 λαβόντες δὲ τὸ … αἶμα). Different is the periphrastic aor. ptc. use of λ. w. ἔχει: Dg 10:6 ἃ παρὰ τοῦ θεοῦ λαβὼν ἔχει what the pers. has received fr. God (cp. Eur., Bacchae 302 μεταλαβὼν ἔχει; Goodwin §47; Gildersleeve, Syntax §295; Schwyzer I, 812). Freq. parataxis takes the place of the ptc. constr. (B-D-F §419, 5) ἔλαβε τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσεν (instead of λαβὼν τ. Ἰ. ἐ.) he had Jesus scourged J 19:1. λαβεῖν τὸν ἄρτον … καὶ βαλεῖν throw the bread Mt 15:26; Mk 7:27. ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσερα μέρη they divided his garments into four parts J 19:23.—In transf. sense ἀφορμὴν λ. find opportunity Ro 7:8, 11 (s. ἀφορμή); ὑπόδειγμα λ. take as an example Js 5:10; so also λ. alone, λάβωμεν Ἐνώχ 1 Cl 9:3.—Of the cross as a symbol of the martyr’s death take upon oneself Mt 10:38 (cp. Pind., P. 2, 93 [171] λ. ζυγόν). We may class here ἔλαβεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ he put his clothes on J 13:12 (cp. Hdt. 2, 37; 4, 78; GrBar 9:7 τὸν ὄφιν ἔλαβεν ἔνδυμα). Prob. sim. μορφὴν δούλου λ. put on the form of a slave Phil 2:7.—Of food and drink take (cp. Bel 37 Theod.) Mk 15:23. ὅτε ἔλαβεν τὸ ὄξος J 19:30; λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν Ac 9:19; τροφὴν … λα[βεῖν] AcPl Ha 1, 19. (βρέφος) ἔλαβε μασθὸν ἐκ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας (the infant) took the breast of his mother Mary GJs 19:2.—1 Ti 4:4 (s. 10b below) could also belong here.
    to take away, remove (τὴν ψυχήν ApcEsdr 6:16 p. 31, 23 Tdf.) with or without the use of force τὰ ἀργύρια take away the silver coins (fr. the temple) Mt 27:6. τὰς ἀσθενείας diseases 8:17. τὸν στέφανον Rv 3:11. τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς remove peace from the earth 6:4 (λ. τι ἐκ as UPZ 125, 13 ὸ̔ εἴληφεν ἐξ οἴκου; 2 Ch 16:2; TestSol 4:15 D; TestAbr B 7 p. 111, 12 [Stone p. 70]; Mel., P. 55, 403).
    to take into one’s possession, take, acquire τὶ someth. τὸν χιτῶνα Mt 5:40. οὐδὲ ἕν J 3:27. ἑαυτῷ βασιλείαν obtain kingly power for himself Lk 19:12 (cp. Jos., Ant. 13, 220). λ. γυναῖκα take a wife (Eur., Alc. 324; X., Cyr. 8, 4, 16; Gen 4:19; 6:2; Tob 1:9; TestSol 26:1; TestJob 45:3; ParJer 8:3; Jos., Ant. 1, 253; Just., D. 116, 3; 141, 4) Mk 12:19–21; 22 v.l.; Lk 20:28–31 (s. also the vv.ll. in 14:20 and 1 Cor 7:28). Of his life, that Jesus voluntarily gives up, in order to take possession of it again on his own authority J 10:18a. [ἀπολείπ]ετε τὸ σκότος, λάβεται τὸ φῶς [abandon] the darkness, seize the light AcPl Ha 8, 32. ἑαυτῷ τ. τιμὴν λ. take the honor upon oneself Hb 5:4.Lay hands on, seize w. acc. of the pers. who is seized by force (Hom. et al.; LXX; mid. w. gen. Just., A II, 2, 10, D. 105, 3) Mt 21:35, 39; Mk 12:3, 8. Of an evil spirit that seizes the sick man Lk 9:39 (cp. PGM 7, 613 εἴλημπται ὑπὸ τοῦ δαίμονος; TestSol 17:2 εἰ λήμψομαί τινα, εὐθέως ἀναιρῶ αὐτὸν τῷ ξίφει; Jos., Ant. 4, 119 ὅταν ἡμᾶς τὸ τοῦ θεοῦ λάβῃ πνεῦμα; Just., A I, 18, 4 ψυχαῖς ἀποθανόντων λαμβανόμενοι).—Esp. of feelings, emotions seize, come upon τινά someone (Hom. et al.; Ex 15:15; Wsd 11:12; Jos., Ant. 2, 139; 14, 57) ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας amazement seized (them) all Lk 5:26. φόβος 7:16. Sim. πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος 1 Cor 10:13.—Of hunting and fishing: catch (X., Cyr. 1, 4, 9; Aelian, VH 4, 14) οὐδέν Lk 5:5=J 21:6 v.l. Fig. εἴ τις λαμβάνει (ὑμᾶς) if someone puts something over on you, takes advantage of you 2 Cor 11:20 (the exx. cited in Field, Notes, 184f refer to material plunder, whereas Paul appears to point to efforts of his opposition to control the Corinthians’ thinking for their own political purposes; also s. CLattey, JTS 44, ’43, 148); in related vein δόλῳ τινὰ λ. catch someone by a trick 12:16.
    to take payment, receive, accept, of taxes, etc. collect the two-drachma tax Mt 17:24; tithes Hb 7:8f; portion of the fruit as rent Mt 21:34. τὶ ἀπό τινος someth. fr. someone (Plut., Mor. 209d, Aem. Paul. 5, 9) 17:25. παρὰ τῶν γεωργῶν λ. ἀπὸ τῶν καρπῶν collect a share of the fruit fr. the vinedressers Mk 12:2.—τὶ παρά τινος someth. fr. someone (Aristarch. Sam. p. 352, 4; Jos., Ant. 5, 275; Just., D. 22, 11; Tat. 19, 1) οὐ παρὰ ἀνθρώπου τὴν μαρτυρίαν λ. the testimony which I receive is not from a human being or I will not accept mere human testimony (PSI 395, 6 [241 B.C.] σύμβολον λαβὲ παρʼ αὐτῶν=have them give you a receipt) J 5:34; cp. vs. 44; 3:11, 32f.
    to include in an experience, take up, receive τινὰ someone εἰς into (Wsd 8:18) lit. εἰς τὸ πλοῖον take someone (up) into the boat J 6:21. εἰς οἰκίαν receive someone into one’s house 2J 10. εἰς τὰ ἴδια into his own home J 19:27. Receive someone in the sense of recognizing the other’s authority J 1:12; 5:43ab; 13:20abcd.—οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔλαβον Mk 14:65 does not mean ‘the servants took him into custody with blows’ (BWeiss, al.), but is a colloquialism (s. B-D-F §198, 3, w. citation of AcJo 90 [Aa II 196, 1] τί εἰ ῥαπίσμασίν μοι ἔλαβες; ‘what if you had laid blows on me?’) the servants treated him to blows (Moffatt: ‘treated him to cuffs and slaps’), or even ‘got’ him w. blows, ‘worked him over’ (perh. a Latinism; Cicero, Tusc. 2, 14, 34 verberibus accipere. B-D-F §5, 3b; s. Rob. 530f); the v.l. ἔβαλον is the result of failure to recognize this rare usage. καλῶς ἔλαβόν σε; have (the young women) treated you well? Hs 9, 11, 8.
    to make a choice, choose, select πᾶς ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος who is chosen fr. among human beings Hb 5:1 (cp. Num 8:6; Am 2:11; Just., D. 130, 3). The emphasis is not on gender but the human status of the chief priest in contrast to that of the unique Messiah vs. 5.
    to accept as true, receive τὶ someth. fig. τὰ ῥήματά τινος receive someone’s words (and use them as a guide) J 12:48; 17:8; AcPl Ha 1, 6 (s. καρδία 1bβ). τὸν λόγον receive the teaching Mt 13:20; Mk 4:16 (for μετὰ χαρᾶς λ. cp. PIand 13, 18 ἵνα μετὰ χαρᾶς σε ἀπολάβωμεν).
    to enter into a close relationship, receive, make one’s own, apprehend/comprehend mentally or spiritually (Soph., Pla. et al.) of the mystical apprehension of Christ (opp. κατελήμφθην ὑπὸ Χριστοῦ) ἔλαβον (i.e. Χριστόν) I have made (him) my own Phil 3:12.
    Special uses: the OT is the source of λαμβάνειν πρόσωπον show partiality/favoritism (s. πρόσωπον 1bα end) Lk 20:21; Gal 2:6; B 19:4; D 4:3.—θάρσος λ. take courage s. θάρσος; πεῖράν τινος λ. try someth. (Pla., Prot. 342a; 348a, Gorg. 448a; X., Cyr. 6, 1, 28; Polyb. 1, 75, 7; 2, 32, 5; 5, 100, 10; Aelian, VH 12, 22; Dt 28:56; Jos., Ant. 8, 166; diff. Dio Chrys. 50, 6) Hb 11:29 (this expr. has a different mng. in vs. 36; s. 10b below).—συμβούλιον λαμβάνειν consult (with someone), lit. ‘take counsel’, is a Latinism (consilium capere; s. B-D-F §5, 3b; Rob. 109) Mt 27:7; 28:12; w. ὅπως foll. 22:15; foll. by κατά τινος against someone and ὅπως 12:14; foll. by κατά τινος and ὥστε 27:1. οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν κατὰ τοῦ πλησίον σου D 2:6.
    to be a receiver, receive, get, obtain
    abs. λαβών (of a hungry hog) when it has received someth. B 10:3. (Opp. αἰτεῖν, as Appian, Fgm. [I p. 532–36 Viereck-R.] 23 αἰτεῖτε καὶ λαμβάνετε; PGM 4, 2172) Mt 7:8; Lk 11:10; J 16:24. (Opp. διδόναι as Thu. 2, 97, 4 λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι; Ael. Aristid. 34 p. 645 D.; Herm. Wr. 5, 10b; Philo, Deus Imm. 57; SibOr 3, 511) Mt 10:8; Ac 20:35; B 14:1; but in D 1:5 λ. rather has the ‘active’ sense accept a donation (as ἵνα λάβῃ ἐξουσίαν TestJob 8:2).
    w. acc. of thing τὶ someth. (Da 2:6; OdeSol 11:4 σύνεσιν; TestJob 24:9 τρεῖς ἄρτους al.; ApcEsdr 5:13 p. 30, 11 Tdf. τὴν ψυχήν) τὸ ψωμίον receive the piece of bread J 13:30. ὕδωρ ζωῆς δωρεάν water of life without cost Rv 22:17. μισθόν (q.v. 1 and 2a) Mt 10:41ab; J 4:36; 1 Cor 3:8, 14; AcPlCor 2:36 (TestSol 1:2, 10). Money: ἀργύρια Mt 28:15; ἀνὰ δηνάριον a denarius each Mt 20:9f. ἐλεημοσύνην Ac 3:3. βραχύ τι a little or a bite J 6:7; eternal life Mk 10:30 (Jos., C. Ap. 2, 218 βίον ἀμείνω λαβεῖν); the Spirit (schol. on Plato 856e ἄνωθεν λαμβάνειν τὸ πνεῦμα) J 7:39; Ac 2:38; cp. Gal 3:14; 1 Cor 2:12; 2 Cor 11:4; forgiveness of sin Ac 10:43 (Just., D. 54, 1); grace Ro 1:5; cp. 5:17; the victor’s prize 1 Cor 9:24f; the crown of life Js 1:12 (cp. Wsd 5:16 λ. τὸ διάδημα). συμφύγιον/σύμφυτον καὶ ὅπλον εὐδοκίας λάβωμεν Ἰησοῦν χριστόν the sense of this clause, restored from AcPl Ha 8, 23–24 and AcPl Ox 1602, 33–35 (=BMM recto 29–31) emerges as follows: and let us take Jesus Christ as our refuge/ally and shield, the assurance of God’s goodwill toward us. The early and late rain Js 5:7. ἔλεος receive mercy Hb 4:16 (Just., D. 133, 1). λ. τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ (θεοῦ) receive the name of the Son of God (in baptism) Hs 9, 12, 4. διάδοχον receive a successor Ac 24:27 (cp. Pliny the Younger, Ep. 9, 13 successorem accipio). τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λαβέτω ἕτερος let another man receive his position 1:20 (Ps 108:8). τόπον ἀπολογίας λ. (τόπος 4) 25:16. λ. τι μετὰ εὐχαριστίας receive someth. w. thankfulness 1 Ti 4:4 (but s. 1 above, end.—On the construction with μετά cp. Libanius, Or. 63 p. 392, 3 F. μετὰ ψόγου λ.). τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; what have you that you did not receive? 1 Cor 4:7 (Alciphron 2, 6, 1 τί οὐ τῶν ἐμῶν λαβοῦσα ἔχεις;). Of punishments (cp. δίκην λ. Hdt. 1, 115; Eur., Bacch. 1312. ποινάς Eur., Tro. 360. πληγάς Philyllius Com. [V B.C.] 11 K.; GrBar 4:15 καταδίκην; Jos., Ant. 14, 336 τιμωρίαν) λ. περισσότερον κρίμα receive a punishment that is just so much more severe Mt 23:13 [14] v.l. (cp. κρίμα 4b); Mk 12:40; Lk 20:47; cp. Js 3:1. οἱ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρίμα λήμψονται those who oppose will bring punishment upon themselves Ro 13:2. πεῖράν τινος λ. become acquainted with, experience, suffer someth. (X., An. 5, 8, 15; Polyb. 6, 3, 1; 28, 9, 7; 29, 3, 10; Diod S 12, 24, 4 τὴν θυγατέρα ἀπέκτεινεν, ἵνα μὴ τῆς ὕβρεως λάβῃ πεῖραν; 15, 88, 4; Jos., Ant. 2, 60; Preisigke, Griech. Urkunden des ägypt. Museums zu Kairo [1911] 2, 11; 3, 11 πεῖραν λ. δαίμονος) μαστίγων πεῖραν λ. Hb 11:36 (the phrase in a diff. mng. vs. 29; s. 9b above).
    Also used as a periphrasis for the passive: οἰκοδομὴν λ. be edified 1 Cor 14:5. περιτομήν be circumcised J 7:23 (Just., D. 23, 5 al.). τὸ χάραγμα receive a mark = be marked Rv 14:9, 11; 19:20; 20:4. καταλλαγήν be reconciled Ro 5:11. ὑπόμνησίν τινος be reminded of = remember someth. 2 Ti 1:5 (Just., D 19, 6 μνήμην λαμβάνητε); λήθην τινὸς λ. forget someth. (Timocles Com. [IV B.C.], Fgm. 6, 5 K.; Aelian, VH 3, 18 end, HA 4, 35; Jos., Ant. 2, 163; 202; 4, 304; Just., D. 46, 5 ἵνα μὴ λήθη ὑμᾶς λαμβάνῃ τοῦ θεοῦ) 2 Pt 1:9; χαρὰν λ. experience joy, rejoice Hv 3, 13, 2 ; GJs 12:2; ἀρχὴν λ. be begun, have its beginning (Pla et al.; Polyb. 1, 12, 9; Sext. Emp., Phys. 1, 366; Aelian, VH 2, 28; 12, 53; Dio Chrys. 40, 7; Philo, Mos. 1, 81 τρίτον [σημεῖον] … τὴν ἀρχὴν τοῦ γίνεσθαι λαβὸν ἐν Αἰγύπτῳ; Just., D. 46, 4 τὴν ἀρχὴν λαβούσης ἀπὸ Ἀβραὰμ τῆς περιτομῆς; Ath. 19, 2 ἑτέραν ἀρχὴν τοῦ κόσμου λαβόντος) Hb 2:3; ApcPt Rainer ln. 19.—λ. τι ἀπό τινος receive someth. from someone (Epict. 4, 11, 3 λ. τι ἀπὸ τῶν θεῶν; Herm. Wr. 1, 30; ApcMos 19 ὅτε δὲ ἔλαβεν ἀπʼ ἐμοῦ τὸν ὄρκον; Just., D. 78, 10 τῶν λαβόντων χάριν ἀπὸ τοῦ θεοῦ) 1J 2:27; 3:22. Also τὶ παρά τινος (Pisander Epicus [VI B.C.] Fgm. 5 [in Athen. 11, 469d]; Diod S 5, 3, 4 λαβεῖν τι παρὰ τῶν θεῶν; TestAbr A 5 p. 82, 8 [Stone p. 12] λαβὼν τὴν εὐχὴν παρʼ αὐτῶν; Just., A I, 60, 3 ἐνέργειαν τὴν παρὰ τοῦ θεοῦ λεγομένην λαβεῖν τὸν Μωυσέα.—παρά A3aβ) J 10:18b; Ac 2:33; 3:5; 20:24; Js 1:7; 2J 4; Rv 2:28. λ. τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος receive bail from Jason Ac 17:9 (s. ἱκανός 1). λ. τι ὑπό τινος be given someth. by someone 2 Cor 11:24. κλῆρον καὶ μερισμὸν λαμβάνοντες AcPl Ha 8, 18/Ox 1602, 22f [λαβόντες]=BMM recto 23f (s. κλῆρος 2). λ. τι ἔκ τινος receive someth. fr. a quantity of someth.: ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἐλάβομεν χάριν from his fullness we have received favor J 1:16. ἐκ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ ἐλάβετε Hs 9, 24, 4.—λ. ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν (s. ἀνάστασις 2a) Hb 11:35. On ἐν γαστρὶ εἴληφα (LXX) GJs 4:2 and 4 s. γαστήρ 2 and συλλαμβάνω 3.—B. 743. Schmidt, Syn. III 203–33. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > λαμβάνω

  • 15 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 16 δέχομαι

    δέχομαι, [dialect] Ion., [dialect] Aeol., Cret. [full] δέκομαι, Hdt.9.91, Sapph.1.22, Pi.O.2.69, [tense] impf.
    A

    ἐδεκόμην Hdt.3.135

    : [tense] fut. δέξομαι, [dialect] Ep. also

    δεδέξομαι Il.5.238

    , also in AP5.8 (Rufin.), Aristid.Or.28(49).24;

    δεξοῦμαι SIG 360.29

    ([place name] Chersonesus); δεχθήσομαι (in pass. sense) LXXLe.22.25: [tense] aor.

    ἐδεξάμην Il.18.238

    , etc.,

    δεξάμην Pi.P.4.70

    ; also ἐδέχθην ([etym.] ὑπ-) E.Heracl. 757(lyr., δεχθείς in pass.sense), J.AJ18.6.4, ([etym.] εἰς-) D.40.14 ([voice] Pass.): [tense] pf.

    δέδεγμαι Il.4.107

    , Pi.P.1.100, etc.; imper. δεδεξο Il.5.228, pl.

    δέδεχθε h.Ap. 538

    ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    ἀπο-δεδέχαται Hdt.2.43

    , al.:— Hom. also has [dialect] Ep. [tense] impf.

    ἐδέγμην Od.9.513

    , [ per.] 3sg.

    δέκτο Il.15.88

    , al., later

    ἔδεκτο Pi.O.2.54

    , Simon.184; imper.

    δέξο Il.19.10

    , pl.

    δέχθε A.R.4.1554

    ; inf.

    δέχθαι E.Rh. 525

    ; part.

    δέγμενος Il.18.524

    (also

    δέχμενος Hsch.

    ); also a [ per.] 3pl. [tense] pres.

    δέχαται Il.12.147

    ; cf. προτίδεγμαι, and v. δεδοκημένος:—
    I of things as the object, take, accept, receive, etc.,

    ἄποινα 1.20

    , etc.;

    μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e

    ;

    φόρον Th.1.90

    ;

    δ. τι χείρεσσι Od.19.355

    ;

    τὸ διδόμενον παρά τινος Pl.Grg. 499c

    ;

    τι ἐν παρακαταθήκῃ παρά τινος Plb.33.6.2

    , etc.; δ. τί τινι receive something at the hand of another,

    δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186

    , cf. IG12(3).1075(Melos, vi B. C.), etc.; accept as legal tender,

    ὀδελός GDI5011

    ([place name] Gortyn);

    τι παρά τινος Il.24.429

    ;

    τι ἔκ τινος S. OT 1107

    (lyr.);

    τί τινος Il.1.596

    , 24.305, S.OT 1163; also δ. τί τινος receive in exchange for..,

    χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.11.327

    ; choose,

    τι δ. πρό τινος Pl.Lg. 729d

    ;

    μᾶλλον δ. τι ἀντί τινος Id.Grg. 475d

    : c. inf., prefer,

    δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ.. Lys. 10.21

    , cf. Pl.Phlb. 63b;

    δ. μᾶλλον.. X.HG5.1.14

    , Smp.4.12;

    οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Th.1.143

    ;

    Ὀρφεῖ συγγενέσθαι ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ' ἂν ὑμῶν; Pl.Ap. 41a

    ;

    οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν And.1.5

    .
    b catch, as in a vessel,

    ὀπὸν.. κάδοις δ. S.Fr.534.3

    .
    2 of mental reception, take, accept without complaint,

    χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Od.20.271

    ;

    κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι Il.18.115

    .
    b accept graciously,

    τοῦτο δ' ἐγὼ πρόφρων δ. 23.647

    ; of the gods,

    ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά 2.420

    ; προσφιλῶς γέρα δ., of one dead, S.El. 443;

    τὰ σφάγια δ. Ar.Lys. 204

    , cf. Pi.P.5.86; τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνὸν δ., accept, hail the oracle, the omen, Hdt.1.63, 9.91;

    δέχου τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν Ar.Pl.63

    ;

    δ. τὰ ἀγαθά IG22.410

    ,al.;

    ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν S.El. 668

    : abs.,

    δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε A.Ag. 1653

    , cf. X.An.1.8.17; accept, approve, τὸν λόγον, ξυμμαχίαν, Hdt.9.5, Th.1.37; τοὺς λόγους ib.95; διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ib.37, cf. h.Merc. 312; δέχεσθαι ὅρκον, v. ὅρκος; accept a confession, and so forgive,

    ἀδικίαν LXX Ge.50.17

    .
    c simply, give ear to, hear,

    ὠσὶν ἠχήν E.Ba. 1086

    ;

    δ. ὀμφάν Id.Med. 175

    (lyr.);

    τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Th.2.11

    ,89.
    e cap verses,

    σκόλια δ. Ar.V. 1222

    .
    3 take upon oneself,

    τὴν δαπάνην Plb.31.28.5

    : c. inf., undertake, SIG245.34.
    II of persons as the object, welcome,

    κόλπῳ Il.6.483

    ;

    ἀγαθῷ νόῳ Hdt.1.60

    ; ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν, Il.18.331, Od.17.110;

    δόμοις δ. τινά S.OT 818

    ; στέγαις, πυρὶ δ. τινά, E.Or.47;

    δ. χώρᾳ Id.Med. 713

    ; τῇ τόλει δ. to admit into the city, Th.4.103; ἀγορᾷ, ἄστει δ., Id.6.44; ἔσω ibid.;

    εἰς τὸ τεῖχος X.An.5.5.6

    ; δ. τινὰ ξύμμαχον accept or admit as an ally, Th.1.43, etc.; accept as security, PGrenf.1.33.4, etc.: metaph. of places,

    τόποι τοὺς κατοικιζομένους ἵλεῳ δεχόμενοι Pl.Lg. 747e

    ; entertain,

    δείπνοις Anaxandr.41.2

    (anap.);

    δωρήμασιν S.OC4

    .
    2 receive as an enemy, await the attack of,

    ἐπιόντα δ. δουρί Il.5.238

    , cf. 15.745; of a hunter waiting for game, 4.107; of a wild boar waiting for the hunters, 12.147; of troops,

    εἰς χεῖρας δ. X.An.4.3.31

    ;

    τοὺς Λακεδαιμονίους δ. Hdt.3.54

    , cf. 8.28, Th.4.43;

    ἐπιόντας δ. Id.7.77

    ;

    δ. τὴν πρώτην ἔφοδον Id.4.126

    ;

    ἐδέξατο πόλις πόνον E.Supp. 393

    .
    3 expect, wait, c. acc. et [tense] fut. inf.,

    ἀλλ' αἰεί τινα φῶτα.. ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι Od.9.513

    , cf. 12.230; also

    δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν Il.9.191

    ;

    δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς 10.62

    .—In these two last senses, Hom. always uses [tense] fut. δεδέξομαι, [tense] pf. δέδεγμαι, and δεδεγμένος, cf.

    δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228

    ; δέγμενος is used in sense 3 only, exc. in h.Cer.29, Merc.477: inf. δειδέχθαι as imper., expect, c. gen.,

    βορέω Arat.795

    , cf. 907, 928.
    III rarely with a thing as the subject, occupy, engage one, τίς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς]; Pi.P.4.70.
    3 admit of,

    ψεῦδος οὐδὲν δ. ἁ τῶ ἀριθμῶ φύσις Philol.11

    ;

    τὸ μᾶλλον Arist.Top. 146a3

    , cf.D.H.Isoc.2.
    4 Geom., contain, circum-scribe,

    γωνίας ἴσας Euc.3

    Def.11;

    πεντάγωνον Papp.422.34

    .
    IV intr., succeed, come next,

    ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί Il.19.290

    ;

    ἄλλος γ' ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος Hes.Th. 800

    ;

    ἄλλος ἐξ ἄλλου δ. Emp.115.12

    ; of places,

    ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.7.176

    . ( δέκομαι is prob. the original form, cf. Slav. desiti, dositi 'find'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέχομαι

  • 17 ἀφίημι

    ἀφίημι, [ per.] 2sg.
    A

    ἀφίης Pl.Phlb. 50d

    , etc., [ per.] 3sg. ἀφίησι, also ἀφίει, [dialect] Ion.

    ἀπίει Hdt.2.96

    , [ per.] 1pl.

    ἀφίεμεν Ar.Nu. 1426

    ; imper.

    ἀφίει Id.V. 428

    : [tense] impf. ἀφίειν, with double augm.

    ἠφίειν Pl.Euthd. 293a

    ; [ per.] 3sg.

    ἀφίει Il. 1.25

    , IG22.777.15, D.6.20, [dialect] Ion.

    ἀπίει Hdt.4.157

    ,

    ἠφίει Th.2.49

    , Pl. Ly. 222b,

    ἤφιε Ev.Marc.11.16

    ; [ per.] 2pl.

    ἀφίετε D.23.188

    ; [ per.] 3pl. ἀφίεσαν E.Heracl. 821, Th.2.76, D.21.79, etc.,

    ἠφίεσαν X.HG4.6.11

    ,

    ἠφίουν Is. 6.40

    (dub.): [tense] fut.

    ἀφήσω Il.2.263

    , etc., [dialect] Ion.

    ἀπ- Hdt.7.193

    : [tense] pf.

    ἀφεῖκα X.An.2.3.13

    , D.56.26: [tense] aor. I ἀφῆκα, [dialect] Ion.ἀπ-, [dialect] Ep.ἀφέηκα, used in ind. only, Il.23.841, etc.: [tense] aor. 2 ind. only in dual and pl., ἀφέτην, ἀφεῖμεν, ἀφεῖτε or ἄφετε, ἀφεῖσαν or ἄφεσαν; imper. ἄφες, subj. ἀφῶ, opt. αφείην ([ per.] 2pl.

    ἀφεῖτε Th.1.139

    ), inf. ἀφεῖναι, part. ἀφείς:—[voice] Med., ἀφίεμαι, [dialect] Ion. ἀπίεμαι, Hdt.3.101, Th.2.60, etc.: [tense] impf.[ per.] 3sg.

    ἀφίετο Od.23.240

    , D.25.47: [tense] fut.

    ἀφήσομαι E.Hel. 1629

    : [tense] aor. 2

    ἀφείμην X.Hier.7.11

    ; imper. ἀφοῦ, ἄφεσθε, S.OT 1521, Ar.Ec. 509; inf.

    - έσθαι Isoc.6.83

    , part.

    - έμενος Pl.R. 354b

    ; Arc.inf.

    ἀφεῶσθαι SIG306.19

    (Tegea, iv B. C.):—[voice] Pass., [tense] pf.

    ἀφεῖμαι S.Ant. 1165

    , Pl.Lg. 635a; inf.

    ἀφεῖσθαι SIG577.77

    (Milet., iii/ii B. C.): [tense] plpf. [ per.] 2sg.

    ἀφεῖσο Men.Epit. 572

    : rarer [tense] pf. [ per.] 3pl.

    ἀφέωνται Ev.Jo.20.23

    , imper.

    ἀφεώσθω IG5(2).6.14

    : [tense] aor.

    ἀφείθην E.Ph. 1377

    ,

    ἀφέθην Batr.87

    , [dialect] Ion.

    ἀπείθην Hdt.6.112

    ; later [dialect] Aeol. inf.

    ἀφέθην Milet.3

    No.152.34 (ii B. C.): [tense] fut.

    ἀφεθήσομαι Pl.R. 472a

    , etc. [[pron. full] mostly in [dialect] Ep. (except in augm. tenses): [pron. full] always in [dialect] Att. Hom. also has ἀφῑετε, metri gr., Od.7.126]:—send forth, discharge, of missiles, ἔγχος, δίσκον ἀφῆκεν, Il.10.372, 23.432;

    ἀφῆκ' ἀργῆτα κεραυνόν 8.133

    ;

    ἀπῆκε βέλος Hdt.9.18

    , etc.: hence in various senses, ἀ. ἑαυτὸν ἐπί τι throw oneself upon, give oneself up to it, Pl.R. 373d;

    ἀ. αὑτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Plu.Alc.13

    ; ἀ. γλῶσσαν let loose one's tongue, make utterance, Hdt.2.15, E.Hipp. 991; ἀ. φθογγήν ib. 418;

    ἔπος S.OC 731

    ;

    φωνάς D.18.218

    ;

    γόους E.El.59

    (v. infr. 11.2);

    ἀρὰς ἀφῆκας παιδί Id.Hipp. 1324

    ; ἀ. θυμὸν ἔς τινας give vent to.. (v. infr. 11.2), S.Ant. 1088; ὀργὴν εἴς τινα vent upon.., D.22.58; ἀ. δάκρυα shed tears, Aeschin.3.153; ἀ. παντοδαπὰ χρώματα change colour in all ways, Pl.Ly. 222b; freq.of liquids, etc., emit, ἀ. τὸ ὑγρόν, τὸν θολόν, τὸ σπέρμα, etc., Arist.HA 487a18, 524a12, 489a9; ἀ. τὸ ᾠόν, τὸ κύημα, ib. 568b30, a22; of plants,

    ἄνθος ἀφιεῖσαι

    putting forth,

    Od.7.126

    , cf. Thphr.HP7.7.3; of a spider,

    ἀ. ἀράχνιον Arist.HA 555b5

    ;

    ἱδρῶτα Plu.Mar.26

    ; put forth, produce,

    καρπόν Thphr.HP3.4.5

    ; φύλλον ib. 6.5.1 (but ἀ. σπέρμα leave issue, Ev.Marc.12.22):—[voice] Pass., to be emitted, Il.4.77 (tm.); of troops, to be let go, launched against the enemy, Hdt.6.112.
    2 let fall from one's grasp, Il.12.221; opp. κατέχω, Plu.2.508d;

    πόντιον ἀ. τινά E.Hec. 797

    .
    3 give up or hand over to,

    τὴν Ἰωνίην τοῖσι βαρβάροισι Hdt.9.106

    ;

    ἐχθροῖς αἶαν A.Th. 306

    ;

    ἀ. τινὰ δημόσια εἶναι Th.2.13

    :—[voice] Pass.,

    ἡ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη Hdt.8.49

    .
    II send away,
    1 of persons,

    κακῶς ἀφίει Il.1.25

    ;

    αὐτὸν δὲ κλαίοντα.. ἀφήσω 2.263

    .
    b let go, loose, set free,

    ζωόν τινα ἀ. 20.464

    ; let loose,

    βοῦς Hdt.4.69

    ;

    περιστεράς Alex.62.3

    ;

    ἀ. Αἴγιναν αὐτόνομον Th.1.139

    ; ἀ. ἐλεύθερον, ἀζήμιον, Pl.R. 591a, Lg. 765c;

    τινὰς ἀφορολογήτους Plb.18.46.5

    ;

    ἀφέντ' ἐᾶν τινα S.Aj. 754

    , cf. E.Fr. 463; ἐς οἴκους, ἐκ γῆς, S.OT 320, E.IT 739: c. acc. pers. et gen. rei, release from a thing,

    ἀποικίης Hdt.4.157

    : in legal sense, acquit of a charge or engagement,

    φόνου τινα D.37.59

    (abs., ἐὰν αἰδέσηται καὶ ἀφῇ ibid.);

    συναλλαγμάτων Id.33.12

    : c. acc. only, acquit, Antipho 2.1.2, etc. (v. infr. 2 c):—[voice] Pass.,

    κινδύνου ἀφιέμενοι Th.4.106

    ; τοὺς γέροντας τοὺς ἀφειμένους released from duty, Arist.Pol. 1275a15;

    ἐγκλημάτων ἀφεῖσο Men.Epit. 572

    .
    c let go, dissolve, disband, of an army or fleet, Hdt.1.77, etc.; dismiss, δικαστήρια (opp. λύειν ἐκκλησίαν) Ar.V. 595.
    d put away, divorce,

    γυναῖκα Hdt.5.39

    ; ἀ. γάμους break off a marriage, E.Andr. 973; ἀ. τὸν υἱόν disown him, Arist.EN 1163b22 (but with metaph. from releasing a debtor).
    e dedicate,

    τὰ νεογνὰ τῷ θεῷ X.Cyn.5.14

    ;

    ἱερὸν.. ἄβατον ἀφεῖτο Pl. Criti. 116c

    .
    2 of things, get rid of,

    ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν Il. 11.642

    ; ἀφίει μένος [ἔγχεος] slackened its force, 13.444; ἀ. ὀργήν put away wrath (v. supr. 1.1), A.Pr. 317;

    ὀργήν τινι Arr.An.1.10.6

    ; γόους (v. supr. 1.1) E.Or. 1022;

    νόσημα Hp.Prorrh.2.39

    ; ἀ. πνεῦμα, ψυχήν, give up the ghost, E.Hec. 571, Or. 1171: in Prose, give up, leave off,

    μόχθον Hdt.1.206

    ; ξυμμαχίαν, σπονδάς, Th.5.78, 115, etc.:—[voice] Med.,

    ἀ. τὸ προλέγειν D.S.19.1

    .
    b ἀ. πλοῖον ἐς .. loose ship for a place, Hdt.5.42.
    c in legal sense (v. supr. Ib), c. dat. pers. et acc. rei, ἀ. τινὶ αἰτίην remit him a charge, Id.6.30;

    τὰς ἁμαρτάδας Id.8.140

    .β', cf.Ev.Matt.6.12, al.;

    τὰς δίκας.. ἀφίεσαν τοῖς ἐπιτρόποις D.21.79

    ;

    ἀ. τινὶ εἰς ἐλευθερίαν χιλίας δραχμάς Id.59.30

    , cf.IG22.43A27; ἀ. πληγάς τινι excuse him a flogging, Ar.Nu. 1426; ἀ. ὅρκον Jusj. in Lexap.And.1.98;

    φόρον Plb.21.24.8

    ([voice] Pass.);

    δάνειόν τινι Ev.Matt.18.27

    .
    III leave alone, pass by, Hdt.3.95, etc.; neglect, τὰ θεῖα S.OC 1537;

    τὸν καιρόν D.1.8

    ;

    λέκτρων εὐνάς A.Pers. 544

    : folld. by a predicate, ἀφύλακτον ἀ. τὴν ἑωυτῶν leave unguarded, Hdt.8.70; ἄτιμον, ἔρημον ἀ. τινά, S.OC 1279, Ant. 887;

    ἀ. τινὰς ὀρφανούς Ev.Jo. 14.18

    ;

    ἀ. τι ἀόριστον Arist.Pol. 1265a39

    ; leave,

    περὶ κινήσεως, ὅθεν ὑπάρχει, τοῖς ἄλλοις ἀφεῖσαν Id.Metaph. 985b20

    , cf. 987b14:—[voice] Pass., esp. in [tense] pf. imper.,

    ἀφείσθω ἐπὶ τοῦ παρόντος

    missum fiat,

    Id.EN 1166a34

    , cf. Pol. 1286a5, 1289b12.
    2 c. acc. et inf., ἀ. τὸ πλοῖον φέρεσθαι let the boat be carried away, Hdt.1.194;

    μὴ ἀφεῖναί με ἐπὶ ξένης ἀδιαφορηθῆναι PLond.2.144.14

    (i A. D.).
    IV c. acc. pers. et inf., suffer, permit one to do a thing,

    ἀ. τινὰ ἀποπλέειν Hdt.3.25

    , cf. 6.62, al., etc.: with inf. understood, ἡνίκα προῖκ' ἀφιᾶσιν (sc. θεᾶσθαι)

    οἱ θεατρῶναι Thphr.Char.30.6

    : c. subj.,

    ἄφες ἐκβάλω Ev.Matt.7.4

    , cf. Arr.Epict.1.9.15;

    ἄφες ἐγὼ θρηνήσω POxy.413.184

    (i A. D.); ἄφες ἵνα .. Arr.Epict.4.13.19; οὐκ ἤφιεν ἵνα .. Ev.Marc.11.16:—[voice] Pass.,

    ἀφείθη σχολάζειν Arist.Metaph. 981b24

    .
    V seemingly intr. (sc. στρατόν, ναῦς, etc.), break up, march, sail, etc., Hdt.7.193;

    ἀ. ἐς τὸ πέλαγος Th.7.19

    ; cf. 11.2b.
    B [voice] Med., send forth from oneself, much like [voice] Act.;

    θορήν Hdt.3.101

    .
    2 loose something of one's own from, δειρῆς δ' οὔ πω.. ἀφίετο πήχεε λευκώ she loosed not her arms from off my neck, Od.23.240.
    3 freq. in [dialect] Att. c. gen. only, τέκνων ἀφοῦ let go of the children ! S. OT 1521;

    τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀ. Th.2.60

    ;

    λόγων Pl.Grg. 458c

    , Aeschin.1.178;

    μὴ ἀφίεσο τοῦ Θεαιτήτου, ἀλλ' ἐρώτα Pl.Tht. 146b

    , etc.;

    ἀφεῖσθαι τοῦ δικαίου τούτου D.37.1

    ;

    ἀφέμενος τῆς ἰαμβικῆς ἰδέας Arist.Po. 1449b8

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφίημι

  • 18 ἄλλος

    ἄλλος, η, ο (Hom.+) adj. and subst.
    pert. to that which is other than some other entity, other
    distinguished fr. the subject who is speaking or who is logically understood μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι lest after preaching to others I myself should be disqualified 1 Cor 9:27. ἄ. ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν J 5:32 (ἄλλος of God as Epict. 3, 13, 13). ἄλλη συνείδησις (=ἄλλου συν.) another’s conscientious scruples 1 Cor 10:29. ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι others he saved, himself he cannot save Mt 27:42; Mk 15:31, cp. Lk 23:35.
    distinguished fr.
    α. a previously mentioned subj. or obj. ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ κτλ. Mt 13:5, 7f. ἄλλην παραβολήν vss. 24, 31, 33; 21:33. ἄλλους ἑστῶτας 20:3, 6.—Freq. the subj. or obj. is not expressly mentioned, but can be supplied fr. what precedes διʼ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν 2:12 (cp. 3 Km 13:10) al.
    β. different fr. the subj. in a following contrasting phrase ἄλλοι κεκοπιάκασιν, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε J 4:38 (JATRobinson, TU 73, ’59, 510–15 [identity]).
    used correlatively in contrast οἱ μὲν … ἄλλοι (δέ) some … others J 7:12. Indefinite τινὲς … ἄλλοι 9:16. Also ὁ ὄχλος … ἄλλοι the crowd … others 12:29. ὁ πλεῖστος ὄχλος … ἄλλοι δέ Mt 21:8. With no mention of the first part, and the other parts introd. by ἄλλοι … ἄλλοι Mk 6:15; 8:28; Lk 9:19; J 9:9.—In enumerations, w. ὁ μέν in the first part, continued by ἄλλος δέ (somet. ἕτερος takes the place of ἄλλος Libanius, Or. 32, p. 155, 18 F. ἄλλοι … ἕτεροι; Ath. 26, 2; Ps.-Clem., Hom. 19, 9; UPZ 42, 32f [162 B.C.]; s. 2 below) 1 Cor 12:8ff. οἱ πέντε … ὁ εἷς … ὁ ἄλλος= the last one Rv 17:10. οἱ ἄλλοι w. a noun expressed or understood (X., Cyr. 3, 3, 4; Herodian 2, 4, 4) the other(s), the rest (Ps.-Callisth. 3, 35 τὰ ἄλλα λ´ [ἔτη]=the rest of the thirty years) J 20:25; 21:8; 1 Cor 14:29; AcPlCor 1:4; τὰ ἄλλα θηρία AcPl Ha 5, 9; τῶν ἄλλων σπερμάτων AcPlCor 2:26.—Various cases of ἄ. in juxtapos. (Epictetus index Schenkl; Hippocr., Ep. 17, 31 ἀλλὰ ἄλλος ἄλλου; Maximus Tyr., 3, 1d ἀλλὰ ἄλλον ἄλλο; 21, 7b; Sallust. 4 p. 6, 19; Jos., Bell. 7, 389; 396, Ant. 7, 325; Ath. 1, 1 al) ἄ. πρὸς ἄ. λέγοντες one said to the other Ac 2:12. ἄλλοι μὲν οὖν ἄλλο τι ἔκραζον now some were shouting one thing, some another (X., An. 2, 1, 15 ἄλλος ἄλλα λέγει; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 25 p. 409, 25 Jac. ἄλλοι δὲ ἄλλα ὑπελάμβανον) 19:32; cp. 21:34.
    ἄλλος τις some other, any other μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον Js 5:12. ἄ. τις διϊσχυρίζετο another man maintained Lk 22:59. εἰ δέ τι ἄλλο παραδέχεσθε AcPlCor 2:34. Esp. εἴ τις ἄ. (1 Macc 13:39) 1 Cor 1:16; Phil 3:4.—οὐδεὶς ἄλλος no one else (cp. Jos., Vi. 196) J 15:24.
    pert. to that which is different in type or kind from other entities in comparisons another, different (from, compared with).
    different in kind 1 Cor 15:39ff; 2 Cor 11:4 (interchanging w. ἕτερος; s. b, below Gal 1:7 and 1c, above; cp. B-D-F §306).
    another (except, besides) οὐκ ἔστιν ἄ. πλὴν αὐτοῦ there is none (i.e. no other God) but (the Lord your God) Mk 12:32 (cp. Ex 8:6; Is 45:21; Pr 7:1a). ὅτι … εἷς Χριστὸς Ἰησοῦς καὶ ἄ. οὐχ ὑπάρχει that … there is only one Messiah, Jesus, and there will be no other AcPl Ha 1, 18. W. ἀλλά foll. 1 Cl 51:5; ἀλλʼ ἤ 2 Cor 1:13; εἰ μή J 6:22; παρά w. acc. (Philostrat., Vi. Apoll. 5, 30 p. 188, 30; Just., A I, 19, 5; 58, 1) 1 Cor 3:11. Gal 1:6, 7 (B-D-F §306, 4; Mlt. 80 n. 1; 246; EBurton, ICC Gal., 420–22) belongs in this section (s. ἕτερος 1bγ).
    ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων one sows, another reaps J 4:37.
    ἄλλος καὶ ἄλλος each one a different, or simply different (Appian, Iber. 62 §260) Hs 9, 1, 4; 10; 9, 17, 1; 2; 9, 28, 1.
    pert. to being in addition, more (Pla., Leg. 5, 745a ἄλλο τοσοῦτον μέρος) w. cardinal numerals (Stephan. Byz. s.v. Ἐορδαῖαι: ἄλλαι δύο χῶραι; Diog. L. 1, 115 Ἐπιμενίδαι ἄλλοι δύο; Gen 41:3, 6, 23; Jos., Ant. 1, 92) ἄ. δύο ἀδελφούς two more brothers Mt 4:21; ἄ. πέντε τάλαντα (cp. SIG 201, 17 [356 B.C.] ἄλλας τριάκοντα μνᾶς; PBour 23, 7 [II A.D.]; 1 Esdr 4:52; 1 Macc 15:31) 25:20, cp. vs. 22. μετʼ αὐτοῦ ἄ. δύο J 19:18.
    w. art. pert. to being the remaining one of two or more, the other of the two (Soph., El. 739; Eur., Iph. T. 962f; Pla., Leg. 1, 629d; SIG 736, 91 [92 B.C.]; UPZ 162 VIII, 34 [117 B.C.]; BGU 456, 10ff; CPR 22, 15 [II A.D.] τὸ ἄλλο ἥμισυ, also Tob 8:21 S; cp. also 1 Km 14:4. The strictly correct word would be ἕτερος. TestJob 9:8): the healed hand is ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη Mt 12:13. ἡ ἄ. Μαρία (to differentiate her fr. Mary Magdalene, as Appian, Basil. 1a §4 Αἰνείας ἄλλος; Arrian, Anab. 5, 21, 3; 5 ὁ ἄλλος Πῶρος) 27:61; 28:1. στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄ. turn the other (i.e. the left cheek) to him, too Mt 5:39; cp. Lk 6:29. ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος J 18:16 (cp. 20:2ff); τοῦ ἄ. τοῦ συσταυρωθέντος 19:32.—S. adv. ἄλλως. DELG. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄλλος

  • 19 ὄμνυμι

    ὄμνῡμι, Pi.P.4.166, etc. ; imper.
    A

    ὄμνῠθι Il.23.585

    ,

    ὄμνῡ S.Tr. 1185

    , E.Med. 746, cf. Orac. ap. Hdt.6.86. γ ; [ per.] 3sg.

    ὀμνύτω IG12.134.5

    ; [ per.] 3pl. ὀμνύντων. Foed. ap. Th.5.47, IG12.87.24: [tense] impf.

    ὤμνυν Ar.Av. 520

    , Ec. 823, D.17.10, etc.: also (from [tense] pres. [full] ὀμνύω) [ per.] 3sg. imper.

    ὀμνῠέτω Il. 19.175

    ; part.

    ὀμνύουσα Hyp.Ath.2

    : [tense] impf.

    ὤμνῠον Il.14.278

    , Foed. ap.Th.5.19,24, IG22.236.14, etc. (for [tense] pres. ind. the Trag. and Ar. use only ὄμνυμι, Hdt. and [dialect] Att. Prose writers also ὀμνύω, which also occurs in Com., Pherecr.143.9, Amphis 42, Diph.101, Antiph.241.1, Alex.160 ; in Hdt.1.153 ὀμνύντες is restored for the dub. form ὀμοῦντες): [tense] fut. ὀμοῦμαι, εῖ, εῖται, Il.1.233,9.274, Hes.Op. 194, Ar.Nu. 246, Lys. 193, X.HG1.3.11, etc. ; [dialect] Dor. [ per.] 1pl.

    ὀμιώμεθα Ar.Lys. 183

    ; later [tense] fut.

    ὀμόσω AP12.201

    (Strat.), Plu.Cic.23, etc.: [tense] aor.

    ὤμοσα Od. 4.253

    , etc. ; [dialect] Ep.

    ὤμοσσα Il.20.313

    ; [dialect] Ep. also without augm. ὄμοσα, -οσσα, 19.113,10.328 : [tense] pf.

    ὀμώμοκα E.Hipp. 612

    , Ar.Ra. 1471, etc.: [tense] plpf.

    ὠμωμόκειν X.HG5.1.35

    , D.9.16, 19.318 :—[voice] Med., Paus.10.26.3, [tense] aor. part.

    ὀμοσάμενος SIG531.28

    (Dyme, iii B. C.), IG5(2).357.11 ([place name] Stymphalus), also in compds. ἀντ-, ἀπ-, δι-, ὑπ- :—[voice] Pass., [tense] fut.

    ὀμοσθήσομαι And.3.34

    : [tense] aor.

    ὠμόσθην X.HG7.4.10

    , ([etym.] ὑπ-) Hyp.Fr. 202 ; but

    ὠμόθην Is.2.40

    , ([etym.] ὑπ-) D.48.25 : [tense] pf. [ per.] 3sg.

    ὀμώμοται A.Ag. 1284

    ,

    ὀμώμοσται E.Rh. 816

    , Arist.Rh. 1377a11 ; [ per.] 3pl. ὀμώμονται Lexap.And. 1.98 ; part.

    ὀμωμοσμένος D.7.10

    , 22.4, Arist.Rh. 1377b7 ( ὠμοσμένος v. l. in App.Pun.83, etc.):—swear, c. acc. cogn.,

    ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον Il.19.175

    , al. ;

    ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ 3.279

    ;

    ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Hes.Op. 282

    : c. dat. pers.,

    νῦν μοι ὄμοσσον.. ὅρκον Il.19.108

    , al. ;

    πρός τινα Od.14.331

    , 19.288 :—[voice] Pass.,

    ὀμώμοται γὰρ ὅοκος ἐκ θεῶν A.Ag. 1284

    ;

    ὅρκων ὀμωμος μένων D.7.10

    ;

    εἰ ὀμώμοσται οὗτος [ὁ ὅρκος] Arist. Rh. 1377a11

    , cf. b7.
    II swear to a thing, affirm or confirm by oath,
    1 folld. by acc.,

    ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι Il.19.187

    , cf. S.OC 1145, X.Ages.1.11 ; ὄ. τὰς σπονδάς Foed. ap. Th.5.47 ;

    τὴν εἰρήνην D.18.32

    , cf. 9.16 ;

    θεῶν πίστεις τινί Th.5.30

    , etc.
    2 folld. by [tense] fut. inf., swear that one will.., Il.21.373, etc., cf. S.Ph. 623, 941 ([tense] pres. inf., D.21.188 codd.): freq. with ἦ μέν, [dialect] Att. ἦ μήν, preceding the inf.,

    καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι.. ἀρήξειν Il.1.76

    , cf. 10.321, Lys.31.1, X.HG 5.3.26, etc.: also by [tense] aor. inf. and ἄν, Id.An.7.7.40 : by [tense] pres. inf., swear that one does.., S.Ph. 357 : by [tense] pf. inf., swear that one has.., D.21.119 ;

    ὤμνυς μὴ γεγονέναι Magn.6

    : by [tense] aor. inf., swear that one did..,

    ὀμνύουσι μὴ 'κπιεῖν ἀλλ' ἢ μίαν Pherecr.143.9

    , cf. Hdt.2.179 ([tense] aor. inf. is perh. used, without ἄν, in [tense] fut. sense, D.23.170 (s. v. l.)): sts. a clause follows in the ind.,

    ὀμνύω.., ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην X.An. 6.1.31

    ;

    ὄμνυμί σοι.., οὐκ ἤθελον.. Theoc.Adon.22

    .
    3 abs., εἶπον ὀμόσας ἄν I would have given my word of honour, Pl.Smp. 215d.
    III with acc. of the person or thing sworn by, swear by,

    νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Il.14.271

    ;

    γαιήοχον ἐννοσίγαιον ὄμνυθι 23.585

    , cf. 15.40, Hdt.5.7, A.Th. 529, S.Tr. 1185, etc. ;

    ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς D.18.217

    ; ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς folld. by inf., X.An.6.6.17, cf. 6.1.31 : rarely c. dat., τῷ γὰρ ὄμνυτ'; ἢ σιδαρέοισι; Ar.Nu. 248 : in Prose also with Preps., ὀ. καθ' ἱερῶν τελείων Lex ap.And.1.97, Th.5.47 ;

    κατ' ἐξωλείας D.21.119

    ;

    κατὰ τῆς Πολιάδος Luc.Symp.32

    ;

    εἰς τὸν Οὐιτέλλιον Plu.Oth.18

    ;

    ἐπὶ τῶν ἱερῶν Plb.38.20.5

    ;

    ἐν Κυρίῳ LXXJd.21.7

    ;

    ἐν τῷ ναῷ Ev.Matt.23.16

    :—[voice] Pass., ὀμώμοσται Ζεύς Zeus has been sworn by, adjured, E.Rh. 816, cf. Ar.Nu. 1241.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄμνυμι

  • 20

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

См. также в других словарях:

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ioannis Kapodistrias — This article is about the Greek politician. For the airport named for him, see Corfu International Airport. Ioannis Kapodistrias Ιωάννης Καποδίστριας Governor of Greece In office …   Wikipedia

  • σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… …   Dictionary of Greek

  • Benedictus — [bɛnɛˈdɪktʊs] (von lat. bĕnedīcĕre [bɛnɛˈdiːkɛrɛ]) ist ein Begriff aus der Kirchensprache. Er bezieht sich einerseits auf ein Loblied aus dem Lukas Evangelium, andererseits auf einen Teil der Heiligen Messe (zweiter Teil des Sanctus). Das… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie …   Deutsch Wikipedia

  • Benedictus — Русская икона Захарии, держащего свиток, содержащий начальные слова «Benedictus» (XVIII век, монастырь Кижи, Россия). Benedictus (Песнь Захарии) приводимые в …   Википедия

  • ELXAI — Pseudopropheta Iudaeus, cum fratre suo Ioxaeo, sub Adriano Imp. errores suos disseminavit. Eius sectatores Elcesaitae. Vide ibi, et Epiphan. haer. 19. Baron. A. C. 105. Discipulis suis ὄρκον ἐις λατρέιαν, iurationem religiosam tradidit, per salem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»